Anonymous

δωρεά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] ἡ, Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσθαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι [[λαβεῖν]], etwas als Geschenk empfangen, δοῦναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] ἡ, Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσθαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι [[λαβεῖν]], etwas als Geschenk empfangen, δοῦναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>ion.</i> εή, ῆς;<br />don, présent, gratification ; <i>adv.</i> • δωρεάν (<i>ion.</i> δωρεήν) en pur don, gratuitement.<br />'''Étymologie:''' [[δῶρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δωρεά''': Ἰων. -εή, ἡ· [[ὡσαύτως]] δωρειά, Meisterh. 40 καὶ 44· -[[δῶρον]], ἰδίως τιμητικὸν [[δῶρον]], Λατ. beneficium ([[δόσις]] [[ἀναπόδοτος]] Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 11), Ἡρόδ. 2. 140, Ἰσοκρ. 122A, κτλ.· δωρεὰν διδόναι, [[πορεῖν]], δωρεῖσθαί τι, παρέχειν δωρεάν, [[ἄνευ]] ἀμοιβῆς, Ἡρόδ. 6. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 338, 616, Πλάτ. Πολιτ. 290C· εἰρωνικῶς, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Ἀντιφῶν 133. 25· δ. ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1032, Δημ. 329. 17· ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς Δημ. 568. 1· δωρεὰν καὶ [[χάριν]] ὁ αὐτ. 570. 12· -ἐπὶ κληρονομίας ἢ κληροδοτήματος, ὁ αὐτ. 826. 11., 834. 11. 2) αἰτ. δωρεὰν ὡς ἐπίρρ., ὡς τὰ δωτίνην, [[προῖκα]], ὡς [[δῶρον]], ἐλευθέρως, Λατ. gratis, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀνδοκ. 1. 22, κτλ., ([[οὕτως]], ἐν δωρεᾷ Πολύβ. 23. 3, 4). 3) [[ἀσκόπως]], ματαίως, [[ἄνευ]] λόγου ἀποχρῶντος, Ἑβδ. (Ἰὼβ. α΄, 9), πρὸς Γαλάτ. β΄, 21.
|lstext='''δωρεά''': Ἰων. -εή, ἡ· [[ὡσαύτως]] δωρειά, Meisterh. 40 καὶ 44· -[[δῶρον]], ἰδίως τιμητικὸν [[δῶρον]], Λατ. beneficium ([[δόσις]] [[ἀναπόδοτος]] Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 11), Ἡρόδ. 2. 140, Ἰσοκρ. 122A, κτλ.· δωρεὰν διδόναι, [[πορεῖν]], δωρεῖσθαί τι, παρέχειν δωρεάν, [[ἄνευ]] ἀμοιβῆς, Ἡρόδ. 6. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 338, 616, Πλάτ. Πολιτ. 290C· εἰρωνικῶς, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Ἀντιφῶν 133. 25· δ. ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1032, Δημ. 329. 17· ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς Δημ. 568. 1· δωρεὰν καὶ [[χάριν]] ὁ αὐτ. 570. 12· -ἐπὶ κληρονομίας ἢ κληροδοτήματος, ὁ αὐτ. 826. 11., 834. 11. 2) αἰτ. δωρεὰν ὡς ἐπίρρ., ὡς τὰ δωτίνην, [[προῖκα]], ὡς [[δῶρον]], ἐλευθέρως, Λατ. gratis, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀνδοκ. 1. 22, κτλ., ([[οὕτως]], ἐν δωρεᾷ Πολύβ. 23. 3, 4). 3) [[ἀσκόπως]], ματαίως, [[ἄνευ]] λόγου ἀποχρῶντος, Ἑβδ. (Ἰὼβ. α΄, 9), πρὸς Γαλάτ. β΄, 21.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>ion.</i> εή, ῆς;<br />don, présent, gratification ; <i>adv.</i> • δωρεάν (<i>ion.</i> δωρεήν) en pur don, gratuitement.<br />'''Étymologie:''' [[δῶρον]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR