δοξάζω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] meinen, vermuthen, dem γιγνώσκειν entgegengesetzt Plat. Rep. V, 476 d, u. dem [[εἰδέναι]], Xen. Mem. 3, 9, 6; Aesch. Ag. 659 u. öfter; Soph. Phil. 541; häufig bei Eur. u. in Prosa; vgl. δοκεῖτέ μοι ὡρμῆσθαι – οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Plat. Rep. I, 327 c; [[περί]] τινος, Gorg. 481 b; δόξας δοξάζειν Crit. 46 d; βελτίους ἑαυτοας, οὐκ ὄντες, eine bessere Meinung von sich haben, Phil. 48 e; [[ἀλογί]]. στως ἐπὶ [[πλέον]] τι αὑτὸν ἐδόξασεν, hatte eine höhere M. von sich, Thuc. 3, 45. Auch »wofür halten« mit doppeltem accus., Plut. de superst. 6. – Im pass. = für etwas gehalten werden, gelten; [[ἄδικος]] Plat. Rep. II, 363 e, u. öfter; Xen. Cyr. 5, 5, 46; – ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένοι ἄνδρες, gerühmt, Pol. 6, 53, 10, u. a. Sp., wie App. B. C. 2, 97; auch ἔν τινι, D. Sic. 16, 82.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] meinen, vermuthen, dem γιγνώσκειν entgegengesetzt Plat. Rep. V, 476 d, u. dem [[εἰδέναι]], Xen. Mem. 3, 9, 6; Aesch. Ag. 659 u. öfter; Soph. Phil. 541; häufig bei Eur. u. in Prosa; vgl. δοκεῖτέ μοι ὡρμῆσθαι – οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Plat. Rep. I, 327 c; [[περί]] τινος, Gorg. 481 b; δόξας δοξάζειν Crit. 46 d; βελτίους ἑαυτοας, οὐκ ὄντες, eine bessere Meinung von sich haben, Phil. 48 e; [[ἀλογί]]. στως ἐπὶ [[πλέον]] τι αὑτὸν ἐδόξασεν, hatte eine höhere M. von sich, Thuc. 3, 45. Auch »wofür halten« mit doppeltem accus., Plut. de superst. 6. – Im pass. = für etwas gehalten werden, gelten; [[ἄδικος]] Plat. Rep. II, 363 e, u. öfter; Xen. Cyr. 5, 5, 46; – ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένοι ἄνδρες, gerühmt, Pol. 6, 53, 10, u. a. Sp., wie App. B. C. 2, 97; auch ἔν τινι, D. Sic. 16, 82.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δοξάσω;<br /><b>1</b> avoir une opinion, croire, penser, juger : δ. [[δόξας]] PLAT avoir des opinions ; ἐπὶ [[πλέον]] [[τι]] αὑτὸν δ. THC avoir de soi-même une trop haute opinion ; <i>abs.</i> peser les opinions, délibérer;<br /><b>2</b> se figurer, s'imaginer, supposer : [[πῶς]] ταῦτ’ ἀληθῆ δοξάσω ; ESCHL comment pourrai-je savoir que cela est vrai ? ταῦτ’ ἔχειν δοξάζομεν ESCHL nous supposons que cela est ; δοξάσει ἀκούων ESCHL il s'imaginera qu’il entend.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξάζω''': μέλλ. -άσω, [[νομίζω]], φαντάζομαι, ὑποθέτω, [[εἰκάζω]] ὅτι…, μετ’ αἰτ. καί ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 673, Εὐρ. Ἱκέτ. 1043, κτλ.· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ… δοξάσω; πῶς [[δύναμαι]] νὰ ὑποθέσω ὅτι [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἀληθῆ; Αἰσχύλ. Χο. 844· δ. βελτίους ἑαυτοὺς Πλάτ. Φιλήβ. 48Ε. -Παθ., δ. [[εἶναι]], ὑποθέτουσι περὶ ἐμοῦ ὅτι εἶμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 46D, κ. ἀλλ.· ὅση δοξάζεται (ἐνν. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. Φαίδωνι 108C· δ. κακὸς ὁ αὐτ. Νόμ. 646Ε, πρβλ. Πολ. 588Β, κ. ἀλλ. 2) μετά μετοχ., δοξάσει τις ἀκούων, θὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἀκούει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 60. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., δόξαν δ., ἔχω γνώμην, Πλάτ. Κρίτωνι 46D· δ. ψευδῆ, ἔχω ἐσφαλμένην γνώμην, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189C. 4) ἀπολ., ἔχω γνώμην, φρονῶ, Σοφ. Φ. 545, Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Θεαιτ. 187Α, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 461Β· κακῶς δ. ὁ αὐτ. Πολ. 327C· παρὰ τὰ [[ὄντα]] ὁ αὐτ. Φαίδρ. 262Β· ἀντίθ. [[γιγνώσκω]], [[αὐτόθι]] 476D· ἀντίθ. [[ἐπίσταμαι]], Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 33· δ. [[ἄνευ]] ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 201C· πρβλ. [[δοξαστικός]]. 5) Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον δοξασίας, νομίζομαι, Ξενοφάν. Ἀποσπ. 15· τὰ δοξαζόμενα Πλάτ. Πολιτ. 278Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[μεγαλύνω]], ἐπὶ πλέον αὑτόν δ. Θουκ. 3. 45. -Παθ., τιμῶμαι, Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 24· δεδοξασμένος ἐπ’ ἀρετῇ Πολύβ. 6. 53,10· δοξασθεὶς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 507. 7.
|lstext='''δοξάζω''': μέλλ. -άσω, [[νομίζω]], φαντάζομαι, ὑποθέτω, [[εἰκάζω]] ὅτι…, μετ’ αἰτ. καί ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 673, Εὐρ. Ἱκέτ. 1043, κτλ.· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ… δοξάσω; πῶς [[δύναμαι]] νὰ ὑποθέσω ὅτι [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἀληθῆ; Αἰσχύλ. Χο. 844· δ. βελτίους ἑαυτοὺς Πλάτ. Φιλήβ. 48Ε. -Παθ., δ. [[εἶναι]], ὑποθέτουσι περὶ ἐμοῦ ὅτι εἶμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 46D, κ. ἀλλ.· ὅση δοξάζεται (ἐνν. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. Φαίδωνι 108C· δ. κακὸς ὁ αὐτ. Νόμ. 646Ε, πρβλ. Πολ. 588Β, κ. ἀλλ. 2) μετά μετοχ., δοξάσει τις ἀκούων, θὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἀκούει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 60. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., δόξαν δ., ἔχω γνώμην, Πλάτ. Κρίτωνι 46D· δ. ψευδῆ, ἔχω ἐσφαλμένην γνώμην, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189C. 4) ἀπολ., ἔχω γνώμην, φρονῶ, Σοφ. Φ. 545, Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Θεαιτ. 187Α, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 461Β· κακῶς δ. ὁ αὐτ. Πολ. 327C· παρὰ τὰ [[ὄντα]] ὁ αὐτ. Φαίδρ. 262Β· ἀντίθ. [[γιγνώσκω]], [[αὐτόθι]] 476D· ἀντίθ. [[ἐπίσταμαι]], Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 33· δ. [[ἄνευ]] ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 201C· πρβλ. [[δοξαστικός]]. 5) Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον δοξασίας, νομίζομαι, Ξενοφάν. Ἀποσπ. 15· τὰ δοξαζόμενα Πλάτ. Πολιτ. 278Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[μεγαλύνω]], ἐπὶ πλέον αὑτόν δ. Θουκ. 3. 45. -Παθ., τιμῶμαι, Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 24· δεδοξασμένος ἐπ’ ἀρετῇ Πολύβ. 6. 53,10· δοξασθεὶς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 507. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δοξάσω;<br /><b>1</b> avoir une opinion, croire, penser, juger : δ. [[δόξας]] PLAT avoir des opinions ; ἐπὶ [[πλέον]] [[τι]] αὑτὸν δ. THC avoir de soi-même une trop haute opinion ; <i>abs.</i> peser les opinions, délibérer;<br /><b>2</b> se figurer, s'imaginer, supposer : [[πῶς]] ταῦτ’ ἀληθῆ δοξάσω ; ESCHL comment pourrai-je savoir que cela est vrai ? ταῦτ’ ἔχειν δοξάζομεν ESCHL nous supposons que cela est ; δοξάσει ἀκούων ESCHL il s'imaginera qu’il entend.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR