Anonymous

θέλγω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι [[κῦδος]] ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας [[ὄσσε]] φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; [[καί]] μ' [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' [[οὔτι]] θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν [[μόνος]] θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν [[ὕπνος]] Rhes. 554; [[οὔτε]] [[τότε]] λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων [[νόημα]] Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις [[πειθώ]] S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι [[κῦδος]] ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας [[ὄσσε]] φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; [[καί]] μ' [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' [[οὔτι]] θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν [[μόνος]] θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν [[ὕπνος]] Rhes. 554; [[οὔτε]] [[τότε]] λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων [[νόημα]] Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις [[πειθώ]] S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θέλξω, <i>ao.</i> ἔθελξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> θελχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐθέλχθην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> charmer par des enchantements magiques;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> fasciner, séduire, tromper : τινά τινι qqn au moyen de qch ; avec un inf., séduire qqn et le pousser à faire qch;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> calmer, adoucir, apaiser, charmer, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλγω''': Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264· μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3· ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85· ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), [[κυρίως]], [[θωπεύω]] ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ [[ἑπομένως]] [[μαγεύω]], «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, [[ὅστις]] διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας [[ὄσσε]] φαεινὰ Ν. 435· ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326· ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40· ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ [[Διός]], [[ὅστις]] πνέει κατὰ [[πρόσωπον]] τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τρόπου, [[μήτε]] τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, [[μήτε]] τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387· θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264· μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282· ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ [[σημασία]] διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21· καί μ’ [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E· σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056· θέλγει [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142· ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... [[νόημα]] Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ [[οὔτι]] θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420· Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη ([[ὅπερ]] δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἵμερος]] θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865· [[ἔρως]] δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355· καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) [[παράγω]], προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5· [[γαλήνη]] θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.
|lstext='''θέλγω''': Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264· μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3· ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85· ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), [[κυρίως]], [[θωπεύω]] ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ [[ἑπομένως]] [[μαγεύω]], «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, [[ὅστις]] διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας [[ὄσσε]] φαεινὰ Ν. 435· ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326· ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40· ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ [[Διός]], [[ὅστις]] πνέει κατὰ [[πρόσωπον]] τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τρόπου, [[μήτε]] τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, [[μήτε]] τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387· θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264· μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282· ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ [[σημασία]] διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21· καί μ’ [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E· σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056· θέλγει [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142· ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... [[νόημα]] Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ [[οὔτι]] θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420· Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη ([[ὅπερ]] δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., [[ἵμερος]] θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865· [[ἔρως]] δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355· καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) [[παράγω]], προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5· [[γαλήνη]] θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θέλξω, <i>ao.</i> ἔθελξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> θελχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐθέλχθην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> charmer par des enchantements magiques;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> fasciner, séduire, tromper : τινά τινι qqn au moyen de qch ; avec un inf., séduire qqn et le pousser à faire qch;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> calmer, adoucir, apaiser, charmer, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth