3,274,919
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] (von [[θοός]]), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, [[schnell bewegen]], π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν [[φόνιος]] θοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐθόαζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, [[eilen]], laufen, θοάζει [[δεῦρο]] Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, θοάζων αἰθέρος ἄνω [[καπνός]] Or. 1542. – 21 = [[θαάσσω]], [[sitzen]]; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καθέζεσθαι u. [[θαάσσω]]; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. θοῶς προσκάθησθε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] (von [[θοός]]), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, [[schnell bewegen]], π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν [[φόνιος]] θοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐθόαζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, [[eilen]], laufen, θοάζει [[δεῦρο]] Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, θοάζων αἰθέρος ἄνω [[καπνός]] Or. 1542. – 21 = [[θαάσσω]], [[sitzen]]; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καθέζεσθαι u. [[θαάσσω]]; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. θοῶς προσκάθησθε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. prés. et impf.</i><br />mouvoir avec rapidité <i>ou</i> impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]].<br /><span class="bld">2</span><i>c.</i> [[θαάσσω]], s'asseoir, être assis.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[θᾶκος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοάζω''': (θοὸς) μεταβ., κινῶ [[ταχέως]], βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ [[ἀγών]]… θοάζων σε; τὶ [[ἔργον]] σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· [[θοάζω]] Βρομίῳ πόνον ἡδύν, [[ἐπισπεύδω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… [[σῖτα]] γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, [[θοάζω]] αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· [[κῆτος]] θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = [[θαάσσω]], [[θάσσω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[κάθημαι]], ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [[Ζεύς|Ζεὺς]] κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. [[ὅμως]] ἀναφέρει καὶ [[ταῦτα]] τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· [[ὥστε]] τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ [[ἔρχομαι]] ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ [[κάθημαι]] ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. [[θαάσσω]], ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ [[θοάζω]], δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, [[τίθημι]], διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν. | |lstext='''θοάζω''': (θοὸς) μεταβ., κινῶ [[ταχέως]], βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ [[ἀγών]]… θοάζων σε; τὶ [[ἔργον]] σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· [[θοάζω]] Βρομίῳ πόνον ἡδύν, [[ἐπισπεύδω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… [[σῖτα]] γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, [[θοάζω]] αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· [[κῆτος]] θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = [[θαάσσω]], [[θάσσω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[κάθημαι]], ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [[Ζεύς|Ζεὺς]] κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. [[ὅμως]] ἀναφέρει καὶ [[ταῦτα]] τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· [[ὥστε]] τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ [[ἔρχομαι]] ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ [[κάθημαι]] ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. [[θαάσσω]], ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ [[θοάζω]], δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, [[τίθημι]], διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |