Anonymous

ζημία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1139.png Seite 1139]] ἡ (kretisch [[δαμία]], damnum), – 1) [[Verlust]], Schaden, Ggstz [[κέρδος]], Plat. Legg. VIII, 835 b; Xen. Cyr. 2, 2, 12 (neben [[βλάβη]]) Arist. Eth. 5, 4 u. öfter; Ggstz [[ὠφέλεια]], Xen. Mem. 2, 3, 6; ζημίαν ποιεῖν τινι, Nachtheil bringen, Ar. Put. 1124; ζημίαν [[λαβεῖν]], Schaden leiden, Dem. 11, 11. – 2) [[Strafe]], bes. Geldstrafe, χρημάτων ζημίαις κολάζει ν Plat. Legg. VIII, 847 a; ἐκ τίνειν, bezahlen, VI, 774 e; Isocr. 1, 28; ἀποτίνειν Her. 2, 85; so [[καταβάλλω]], [[ὀφλισκάνω]], s. Poll. 8, 147, ἐπιτιθέναι Plat. Legg. II, 662 b. Uebh. Strafe, auch Todesstrafe, Din. 1, 60; [[θάνατος]] [[ζημία]] ἐπικέεται Her. 2, 38; θάνατον ζημίαν προθεῖσι Thuc. 3, 44; Xen. Mem. 1, 2, 62 u. öfter. – Καθαρὰ [[ζημία]], reiner Taugenichts, Alciphr. 3, 21, vgl. Ar. Ach. 737 u. Alexis Ath. III, 104 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1139.png Seite 1139]] ἡ (kretisch [[δαμία]], damnum), – 1) [[Verlust]], Schaden, Ggstz [[κέρδος]], Plat. Legg. VIII, 835 b; Xen. Cyr. 2, 2, 12 (neben [[βλάβη]]) Arist. Eth. 5, 4 u. öfter; Ggstz [[ὠφέλεια]], Xen. Mem. 2, 3, 6; ζημίαν ποιεῖν τινι, Nachtheil bringen, Ar. Put. 1124; ζημίαν [[λαβεῖν]], Schaden leiden, Dem. 11, 11. – 2) [[Strafe]], bes. Geldstrafe, χρημάτων ζημίαις κολάζει ν Plat. Legg. VIII, 847 a; ἐκ τίνειν, bezahlen, VI, 774 e; Isocr. 1, 28; ἀποτίνειν Her. 2, 85; so [[καταβάλλω]], [[ὀφλισκάνω]], s. Poll. 8, 147, ἐπιτιθέναι Plat. Legg. II, 662 b. Uebh. Strafe, auch Todesstrafe, Din. 1, 60; [[θάνατος]] [[ζημία]] ἐπικέεται Her. 2, 38; θάνατον ζημίαν προθεῖσι Thuc. 3, 44; Xen. Mem. 1, 2, 62 u. öfter. – Καθαρὰ [[ζημία]], reiner Taugenichts, Alciphr. 3, 21, vgl. Ar. Ach. 737 u. Alexis Ath. III, 104 e.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> dommage, perte : ζημίαν [[λαβεῖν]] DÉM éprouver un dommage ; ζημίαν ἡγεῖσθαι IL regarder comme un dommage;<br /><b>2</b> amende pécuniaire : ζημίαν ἀποτίνειν HDT payer, acquitter une amende ; ὀφείλειν HDT devoir une amende, être condamné à une amende ; ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] PLUT être condamné à une amende d'un talent;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> peine, châtiment : ζημίαν ἐπιτιθέναι τινί HDT infliger une peine à qqn ; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι THC <i>ou</i> προθεῖναι THC <i>ou</i> ποιεῖν XÉN infliger <i>ou</i> fixer par une loi la peine de mort ; [[θάνατος]] ἡ [[ζημία]] ἐπικέεται HDT, θάνατός ἐστι ἡ [[ζημία]] XÉN on est puni de mort;<br /><b>4</b> <i>en parl. de <i>pers.</i> : t. de reproche</i> fléau, peste (<i>cf. lat.</i> damnum).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζημία''': Δωρ. ζᾱμία, ἡ, [[βλάβη]], Λατ. damnum, Ἐπίχ. 150 Ahr.· ἀντίθ. [[κέρδος]], Λυσ. 109. 23, Πλάτ. Νόμ. 835B, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5 κἑξ.· ζημίαν λαβεῖν, νὰ ὑποστῇ ζημίαν, βλάβην, Σοφ. Ἀποσπ. 884, Δημ. 155. 12· ζ. ποιῶ τινι, προξενῶ εἴς τινα ἀπώλειαν, Ἀριστοφ. Πλάτ. 1124· ζ. ἐργάζεσθαι Ἰσαῖ. 58. 19· ζ. φέρειν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ζ. νομίζειν, ἡγεῖσθαι Ἰσοκρ. 37B, Ἰσαῖ. 65. 39. ΙΙ. ποινὴ χρηματική, [[πρόστιμον]], ζημίην ἀποτίνειν Ἡρόδ. 2. 65· ἐκτεῖσαι Πλάτ. Νόμ. 774E· ὀφείλειν Ἡρόδ. 3. 52· καταβάλλειν Δημ. 727. 4· μετὰ … χρημάτων ζημίας, μὲ [[πρόστιμον]] χρηματικόν, Πλάτ. Νόμ. 862D· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], [[πρόστιμον]] ἑνὸς στατῆρος..., Θουκ. 3. 70· ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] Πλούτ. Λυσ. 27· τῆς ζημίας ἀφεθῆναι ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 4· πρβλ. [[ἀποχρήματος]]. 2) [[καθόλου]], [[τιμωρία]], [[ποινή]], ζ. ἐπιτιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 1. 144· ζ. ἔπεστί τινι Ἡρόδ. 2. 136· πρόσκειταί τινι Ξεν. Πόρ. 4, 21· γλώσσῃ [[ζημία]] προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329, πρβλ. 382· προστιθεμένης τῆς ποινῆς, θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, ὁρίζειν τὸν θάνατον ὡς ποινήν, Θουκ. 2. 24., 3. 44, Δημ. 498. 7· [[θάνατος]] ἡ ζ. ἐπικέεται Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 65· [[ἀλλά]], ἐφ’ οἷς... [[θάνατος]] ἡ ζ. Πλάτ. Πρωτ. 325D· θανάτου ζ. πρόσκειται Θουκ. 3. 45· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ζ. ἀδικίας, [[τιμωρία]] διὰ..., Πλάτ. Θεαιτ. 176D, πρβλ. Νόμ. 860E. ΙΙΙ. [[λέξις]] ὑβριστικὴ ἢ ὀνειδιστική, ἀλλ’ ἀείποτε μετ’ ἐπιθ., ὡς φανερὰ ζᾱμία, καθαρὰ [[βλάβη]], [[ἀπώλεια]] [[ἀληθής]], [[ἄνθρωπος]] [[οὐτιδανός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 737· καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Ἀλκίφρων 3. 21, 38, πρβλ. Ἀλέξ. Δορκ. 1. 6. (Φαίνεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὸ [[δαμάω]], Κρητ. [[δαμία]], Σανσκρ. yam (coercere), ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3· [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. dam-num, πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 2).
|lstext='''ζημία''': Δωρ. ζᾱμία, ἡ, [[βλάβη]], Λατ. damnum, Ἐπίχ. 150 Ahr.· ἀντίθ. [[κέρδος]], Λυσ. 109. 23, Πλάτ. Νόμ. 835B, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5 κἑξ.· ζημίαν λαβεῖν, νὰ ὑποστῇ ζημίαν, βλάβην, Σοφ. Ἀποσπ. 884, Δημ. 155. 12· ζ. ποιῶ τινι, προξενῶ εἴς τινα ἀπώλειαν, Ἀριστοφ. Πλάτ. 1124· ζ. ἐργάζεσθαι Ἰσαῖ. 58. 19· ζ. φέρειν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ζ. νομίζειν, ἡγεῖσθαι Ἰσοκρ. 37B, Ἰσαῖ. 65. 39. ΙΙ. ποινὴ χρηματική, [[πρόστιμον]], ζημίην ἀποτίνειν Ἡρόδ. 2. 65· ἐκτεῖσαι Πλάτ. Νόμ. 774E· ὀφείλειν Ἡρόδ. 3. 52· καταβάλλειν Δημ. 727. 4· μετὰ … χρημάτων ζημίας, μὲ [[πρόστιμον]] χρηματικόν, Πλάτ. Νόμ. 862D· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], [[πρόστιμον]] ἑνὸς στατῆρος..., Θουκ. 3. 70· ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] Πλούτ. Λυσ. 27· τῆς ζημίας ἀφεθῆναι ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 4· πρβλ. [[ἀποχρήματος]]. 2) [[καθόλου]], [[τιμωρία]], [[ποινή]], ζ. ἐπιτιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 1. 144· ζ. ἔπεστί τινι Ἡρόδ. 2. 136· πρόσκειταί τινι Ξεν. Πόρ. 4, 21· γλώσσῃ [[ζημία]] προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329, πρβλ. 382· προστιθεμένης τῆς ποινῆς, θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, ὁρίζειν τὸν θάνατον ὡς ποινήν, Θουκ. 2. 24., 3. 44, Δημ. 498. 7· [[θάνατος]] ἡ ζ. ἐπικέεται Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 65· [[ἀλλά]], ἐφ’ οἷς... [[θάνατος]] ἡ ζ. Πλάτ. Πρωτ. 325D· θανάτου ζ. πρόσκειται Θουκ. 3. 45· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ζ. ἀδικίας, [[τιμωρία]] διὰ..., Πλάτ. Θεαιτ. 176D, πρβλ. Νόμ. 860E. ΙΙΙ. [[λέξις]] ὑβριστικὴ ἢ ὀνειδιστική, ἀλλ’ ἀείποτε μετ’ ἐπιθ., ὡς φανερὰ ζᾱμία, καθαρὰ [[βλάβη]], [[ἀπώλεια]] [[ἀληθής]], [[ἄνθρωπος]] [[οὐτιδανός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 737· καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Ἀλκίφρων 3. 21, 38, πρβλ. Ἀλέξ. Δορκ. 1. 6. (Φαίνεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὸ [[δαμάω]], Κρητ. [[δαμία]], Σανσκρ. yam (coercere), ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3· [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. dam-num, πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 2).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> dommage, perte : ζημίαν [[λαβεῖν]] DÉM éprouver un dommage ; ζημίαν ἡγεῖσθαι IL regarder comme un dommage;<br /><b>2</b> amende pécuniaire : ζημίαν ἀποτίνειν HDT payer, acquitter une amende ; ὀφείλειν HDT devoir une amende, être condamné à une amende ; ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] PLUT être condamné à une amende d'un talent;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> peine, châtiment : ζημίαν ἐπιτιθέναι τινί HDT infliger une peine à qqn ; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι THC <i>ou</i> προθεῖναι THC <i>ou</i> ποιεῖν XÉN infliger <i>ou</i> fixer par une loi la peine de mort ; [[θάνατος]] ἡ [[ζημία]] ἐπικέεται HDT, θάνατός ἐστι ἡ [[ζημία]] XÉN on est puni de mort;<br /><b>4</b> <i>en parl. de <i>pers.</i> : t. de reproche</i> fléau, peste (<i>cf. lat.</i> damnum).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR