Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοῦργος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] (zsgzgn aus [[κακοεργός]]), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; [[ἀνήρ]] Soph. Ai. 1002; [[μάντις]] O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der [[κάκωσις]] γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος [[λόγος]] Lpt. 125 (vgl. [[κακουργέω]]); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] (zsgzgn aus [[κακοεργός]]), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; [[ἀνήρ]] Soph. Ai. 1002; [[μάντις]] O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der [[κάκωσις]] γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος [[λόγος]] Lpt. 125 (vgl. [[κακουργέω]]); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR