Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοῦργος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
|elnltext=κακοῦργος -ον, ep. en Ion. κακοεργός [κακός, ἔργον] kwaadaardig, misdadig; overdr.:; γαστὴρ κακοεργός lastige (hongerige) buik Od. 18.54; subst. misdadiger, crimineel. schadelijk, met gen.: κακοῦργος τῆς πόλεως schadelijk voor de stad Plat. Resp. 421b.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοῦργος:'''<br /><b class="num">I</b> эп. [[κακοεργός|κᾰκοεργός]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[преступный]], [[злой]] ([[ἀνήρ]] Soph.; [[μάχαιρα]] Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;<br /><b class="num">2)</b> [[зловредный]] (ἐπιθυμίαι Plat.; [[λόγος]] Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, [[ἑαυτοῦ]] δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[злодей]], [[разбойник]], [[грабитель]] Thuc., Dem., NT, Plut.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοῦργος:'''<br /><b class="num">I</b> эп. [[κακοεργός|κᾰκοεργός]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[преступный]], [[злой]] ([[ἀνήρ]] Soph.; [[μάχαιρα]] Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;<br /><b class="num">2)</b> [[зловредный]] (ἐπιθυμίαι Plat.; [[λόγος]] Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, [[ἑαυτοῦ]] δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[злодей]], [[разбойник]], [[грабитель]] Thuc., Dem., NT, Plut.
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοῦργος -ον, ep. en Ion. κακοεργός [κακός, ἔργον] kwaadaardig, misdadig; overdr.:; γαστὴρ κακοεργός lastige (hongerige) buik Od. 18.54; subst. misdadiger, crimineel. schadelijk, met gen.: κακοῦργος τῆς πόλεως schadelijk voor de stad Plat. Resp. 421b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj