Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθολικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1288.png Seite 1288]] ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ [[ἱστορία]] Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von [[καθέκαστα]]. Auch καθολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καθολικῶς, im Ggstz von κατὰ [[μέρος]], Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καθολικώτερον θεωρούμεναι 3, 37, 6; καθολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1288.png Seite 1288]] ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ [[ἱστορία]] Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von [[καθέκαστα]]. Auch καθολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καθολικῶς, im Ggstz von κατὰ [[μέρος]], Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καθολικώτερον θεωρούμεναι 3, 37, 6; καθολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />général, universel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὅλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθολικός''': -ή, -όν, ([[καθόλου]]) ὁ εἰς τὸ ὅλον ἀναφερόμενος, «[[γενικός]]», καθολικῷ λόγῳ = ὡς [[καθόλου]] εἰπεῖν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· καθ. [[ἔμφασις]] (ἴδε ἐν λ.) Πολύβ. 6. 5, 3, πρβλ. 1. 57, 4· καθ. καὶ κοινὴ [[ἱστορία]] ὁ αὐτ. 8. 4, 11· καθ. [[περίληψις]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· καθ. λόγοι, γενικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς εἰδικούς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 84· [[νόμος]] καθ. Φίλων 2. 172· καθ. [[ἐπιστολή]], γενική, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15, κτλ.· οὕτω, τὰ καθολικὰ [[αὐτόθι]] 3. 3· ἡ καθολικὴ [[ἐκκλησία]], ἡ [[παγκόσμιος]], Κυρίλλ. Ἰεροσολ. Κατήχ. 18, κτλ.· καθ. [[προσῳδία]], ἴδε ἐν λ. [[καθόλου]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, γενικῶς, Ἀριστ. π. Φύσ. 2. 8, 9, Πολύβ. 4. 1, 8· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 3. 37. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[οἰκονομικός]] τις [[ὑπάλληλος]], ἐλεγκτής, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6· - [[ἐντεῦθεν]], καθολικότης, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] καὶ [[ἀξίωμα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 8. 11.
|lstext='''καθολικός''': -ή, -όν, ([[καθόλου]]) ὁ εἰς τὸ ὅλον ἀναφερόμενος, «[[γενικός]]», καθολικῷ λόγῳ = ὡς [[καθόλου]] εἰπεῖν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· καθ. [[ἔμφασις]] (ἴδε ἐν λ.) Πολύβ. 6. 5, 3, πρβλ. 1. 57, 4· καθ. καὶ κοινὴ [[ἱστορία]] ὁ αὐτ. 8. 4, 11· καθ. [[περίληψις]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· καθ. λόγοι, γενικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς εἰδικούς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 84· [[νόμος]] καθ. Φίλων 2. 172· καθ. [[ἐπιστολή]], γενική, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15, κτλ.· οὕτω, τὰ καθολικὰ [[αὐτόθι]] 3. 3· ἡ καθολικὴ [[ἐκκλησία]], ἡ [[παγκόσμιος]], Κυρίλλ. Ἰεροσολ. Κατήχ. 18, κτλ.· καθ. [[προσῳδία]], ἴδε ἐν λ. [[καθόλου]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, γενικῶς, Ἀριστ. π. Φύσ. 2. 8, 9, Πολύβ. 4. 1, 8· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 3. 37. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[οἰκονομικός]] τις [[ὑπάλληλος]], ἐλεγκτής, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6· - [[ἐντεῦθεν]], καθολικότης, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] καὶ [[ἀξίωμα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 8. 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />général, universel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὅλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml