Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθολικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />général, universel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὅλος]].
|btext=ή, όν :<br />général, universel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὅλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθολικός''': -ή, -όν, ([[καθόλου]]) ὁ εἰς τὸ ὅλον ἀναφερόμενος, «[[γενικός]]», καθολικῷ λόγῳ = ὡς [[καθόλου]] εἰπεῖν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· καθ. [[ἔμφασις]] (ἴδε ἐν λ.) Πολύβ. 6. 5, 3, πρβλ. 1. 57, 4· καθ. καὶ κοινὴ [[ἱστορία]] ὁ αὐτ. 8. 4, 11· καθ. [[περίληψις]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· καθ. λόγοι, γενικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς εἰδικούς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 84· [[νόμος]] καθ. Φίλων 2. 172· καθ. [[ἐπιστολή]], γενική, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15, κτλ.· οὕτω, τὰ καθολικὰ [[αὐτόθι]] 3. 3· ἡ καθολικὴ [[ἐκκλησία]], ἡ [[παγκόσμιος]], Κυρίλλ. Ἰεροσολ. Κατήχ. 18, κτλ.· καθ. [[προσῳδία]], ἴδε ἐν λ. [[καθόλου]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, γενικῶς, Ἀριστ. π. Φύσ. 2. 8, 9, Πολύβ. 4. 1, 8· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 3. 37. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[οἰκονομικός]] τις [[ὑπάλληλος]], ἐλεγκτής, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6· - [[ἐντεῦθεν]], καθολικότης, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] καὶ [[ἀξίωμα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 8. 11.
|elnltext=καθολικός -ή -όν [καθόλου] algemeen.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθολικός:''' [[всеобщий]] ([[ἱστορία]] Polyb.): καθολικῷ λόγῳ Arst. вообще говоря, как общее правило; καθολικότεροι λόγοι Sext. общие места, общие положения.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καθολικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]], [[γενικός]] (α. «καθολική [[ψηφοφορία]]» β. «καθολική και [[κοινή]] [[ιστορία]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» — οι επιστολές που δεν απευθύνονται [[προς]] μια [[κοινότητα]] ή [[προς]] ένα ορισμένο [[άτομο]], [[αλλά]] [[προς]] περισσότερους αποδέκτες ή και [[προς]] όλον τον χριστιανικό κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[καθολικός]], <i>η καθολική</i><br />αυτός που στο [[θρήσκευμα]] ακολουθεί τα δόγματα της ρωμαϊκής εκκλησίας, αλλ. [[ρωμαιοκαθολικός]], [[παπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καθολικό]]<br />α) εμπορικό [[βιβλίο]], [[κατάστιχο]], στο οποίο συγκεντρώνονται όλοι οι λογαριασμοί μιας επιχείρησης<br />β) ο [[κυρίως]] [[ναός]] τών χριστιανών, δηλ. ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] του ιερού και του νάρθηκα, όπου παραμένουν οι εκκλησιαζόμενοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(φιλοσ.)</b> τα [[καθολικά]]<br />καθολικές, γενικές έννοιες, που εκφράζουν την [[κοινή]] [[ουσία]] η οποία υπάρχει σε [[πολλά]] επιμέρους αντικείμενα, π.χ. [[άνθος]], [[βιβλίο]], ζώο, [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καθολικός]]<br />[[ανώτατος]] [[θρησκευτικός]] [[αρχηγός]] τών Αρμενίων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Καθολική Μεγαλειότης» — [[τίτλος]] που απένεμαν στον εαυτό τους μερικοί βασιλείς της Ισπανίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυτική, ρωμαϊκή [[εκκλησία]], στο ρωμαιοκαθολικό [[δόγμα]], φράγκικος («[[καθολικός]] [[ιερέας]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει όλες τις εξουσίες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> [[κύριος]], [[κεντρικός]], [[σημαντικός]], [[βασικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> [[τέλειος]], [[ολοκληρωτικός]], [[πλήρης]]<br /><b>5.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]]<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καθολική</i><br />η πρώτη [[εκκλησία]], η [[αρχιεπισκοπή]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθολικόν</i><br />α) η πρώτη, η βασική [[εκκλησία]] ενός μοναστηριακού συγκροτήματος<br />β) χαρακτηριστικό<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[καθολικά]]<br />οι [[πέντε]] αισθήσεις<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[μέση]] καθολική» — γενική [[συγκέντρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καθολικός]]<br />[[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] στην ελλ. Αίγυπτο, [[ελεγκτής]], με [[έργο]] τη [[διαχείριση]] τών κρατικών [[γαιών]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ καθολικὴ [[εκκλησία]]» — η παγκόσμια [[εκκλησία]] <b>(Κύριλλ.)</b><br />β) «καθολικῷ λόγῳ», για να μιλήσουμε γενικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθολικὼς</i> και -<i>ά</i> (AM καθολικῶς, Μ και καθολικὰ)<br />σε γενικὲς γραμμὲς, γενικὰ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />εντελὼς, καθ' ολοκληρίαν, ολοκληρωτικὰ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> παντοὺ, γενικὰ<br /><b>2.</b> συνολικὰ<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> σίγουρα, με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὁλικὸς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅλος]]). Το επίθ. χαρακτήριζε την πρωτοχριστιανική [[εκκλησία]] ([[πρβλ]]. «Εις μίαν αγίαν <i>Καθολικήν</i> και Αποστολικήν Εκκλησίαν» από το Σύμβολο της Πίστεως) και δήλωνε την εν Χριστώ πληρότητά της. Μετά το [[σχίσμα]] παρέμεινε ως [[χαρακτηρισμός]] της δυτικής εκκλησίας, ενώ για την ανατολική επικράτησε ο [[χαρακτηρισμός]] <i>ορθόδοξη</i>. Έτσι, [[καθολικός]] κατέληξε να δηλώνει τον ανήκοντα στη δυτική [[εκκλησία]], τον παπικό].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καθολικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]], [[γενικός]] (α. «καθολική [[ψηφοφορία]]» β. «καθολική και [[κοινή]] [[ιστορία]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» — οι επιστολές που δεν απευθύνονται [[προς]] μια [[κοινότητα]] ή [[προς]] ένα ορισμένο [[άτομο]], [[αλλά]] [[προς]] περισσότερους αποδέκτες ή και [[προς]] όλον τον χριστιανικό κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[καθολικός]], <i>η καθολική</i><br />αυτός που στο [[θρήσκευμα]] ακολουθεί τα δόγματα της ρωμαϊκής εκκλησίας, αλλ. [[ρωμαιοκαθολικός]], [[παπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καθολικό]]<br />α) εμπορικό [[βιβλίο]], [[κατάστιχο]], στο οποίο συγκεντρώνονται όλοι οι λογαριασμοί μιας επιχείρησης<br />β) ο [[κυρίως]] [[ναός]] τών χριστιανών, δηλ. ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] του ιερού και του νάρθηκα, όπου παραμένουν οι εκκλησιαζόμενοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(φιλοσ.)</b> τα [[καθολικά]]<br />καθολικές, γενικές έννοιες, που εκφράζουν την [[κοινή]] [[ουσία]] η οποία υπάρχει σε [[πολλά]] επιμέρους αντικείμενα, π.χ. [[άνθος]], [[βιβλίο]], ζώο, [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καθολικός]]<br />[[ανώτατος]] [[θρησκευτικός]] [[αρχηγός]] τών Αρμενίων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Καθολική Μεγαλειότης» — [[τίτλος]] που απένεμαν στον εαυτό τους μερικοί βασιλείς της Ισπανίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυτική, ρωμαϊκή [[εκκλησία]], στο ρωμαιοκαθολικό [[δόγμα]], φράγκικος («[[καθολικός]] [[ιερέας]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει όλες τις εξουσίες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> [[κύριος]], [[κεντρικός]], [[σημαντικός]], [[βασικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> [[τέλειος]], [[ολοκληρωτικός]], [[πλήρης]]<br /><b>5.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]]<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καθολική</i><br />η πρώτη [[εκκλησία]], η [[αρχιεπισκοπή]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθολικόν</i><br />α) η πρώτη, η βασική [[εκκλησία]] ενός μοναστηριακού συγκροτήματος<br />β) χαρακτηριστικό<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[καθολικά]]<br />οι [[πέντε]] αισθήσεις<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[μέση]] καθολική» — γενική [[συγκέντρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καθολικός]]<br />[[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] στην ελλ. Αίγυπτο, [[ελεγκτής]], με [[έργο]] τη [[διαχείριση]] τών κρατικών [[γαιών]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ καθολικὴ [[εκκλησία]]» — η παγκόσμια [[εκκλησία]] <b>(Κύριλλ.)</b><br />β) «καθολικῷ λόγῳ», για να μιλήσουμε γενικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθολικὼς</i> και -<i>ά</i> (AM καθολικῶς, Μ και καθολικὰ)<br />σε γενικὲς γραμμὲς, γενικὰ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />εντελὼς, καθ' ολοκληρίαν, ολοκληρωτικὰ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> παντοὺ, γενικὰ<br /><b>2.</b> συνολικὰ<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> σίγουρα, με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὁλικὸς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅλος]]). Το επίθ. χαρακτήριζε την πρωτοχριστιανική [[εκκλησία]] ([[πρβλ]]. «Εις μίαν αγίαν <i>Καθολικήν</i> και Αποστολικήν Εκκλησίαν» από το Σύμβολο της Πίστεως) και δήλωνε την εν Χριστώ πληρότητά της. Μετά το [[σχίσμα]] παρέμεινε ως [[χαρακτηρισμός]] της δυτικής εκκλησίας, ενώ για την ανατολική επικράτησε ο [[χαρακτηρισμός]] <i>ορθόδοξη</i>. Έτσι, [[καθολικός]] κατέληξε να δηλώνει τον ανήκοντα στη δυτική [[εκκλησία]], τον παπικό].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθολικός:''' [[всеобщий]] ([[ἱστορία]] Polyb.): καθολικῷ λόγῳ Arst. вообще говоря, как общее правило; καθολικότεροι λόγοι Sext. общие места, общие положения.
|lstext='''καθολικός''': -ή, -όν, ([[καθόλου]]) ὁ εἰς τὸ ὅλον ἀναφερόμενος, «[[γενικός]]», καθολικῷ λόγῳ = ὡς [[καθόλου]] εἰπεῖν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· καθ. [[ἔμφασις]] (ἴδε ἐν λ.) Πολύβ. 6. 5, 3, πρβλ. 1. 57, 4· καθ. καὶ κοινὴ [[ἱστορία]] ὁ αὐτ. 8. 4, 11· καθ. [[περίληψις]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· καθ. λόγοι, γενικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς εἰδικούς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 84· [[νόμος]] καθ. Φίλων 2. 172· καθ. [[ἐπιστολή]], γενική, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15, κτλ.· οὕτω, τὰ καθολικὰ [[αὐτόθι]] 3. 3· ἡ καθολικὴ [[ἐκκλησία]], ἡ [[παγκόσμιος]], Κυρίλλ. Ἰεροσολ. Κατήχ. 18, κτλ.· καθ. [[προσῳδία]], ἴδε ἐν λ. [[καθόλου]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, γενικῶς, Ἀριστ. π. Φύσ. 2. 8, 9, Πολύβ. 4. 1, 8· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 3. 37. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[οἰκονομικός]] τις [[ὑπάλληλος]], ἐλεγκτής, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6· - [[ἐντεῦθεν]], καθολικότης, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] καὶ [[ἀξίωμα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 8. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=καθολικός --όν [καθόλου] algemeen.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kaqÒ 卡特-哦<br />'''詞類次數''':副,連(4)<br />'''原文字根''':向下-這<br />'''字義溯源''':依照,就如,例如,因著,因為,照,照著;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ὅς]] / [[ὅσγε]])*=那)組成<br />'''出現次數''':總共(4);羅(1);林後(2);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 是照(2) 林後8:12; 林後8:12;<br />2) 因為(1) 彼前4:13;<br />3) 照著(1) 羅8:26
|sngr='''原文音譯''':kaqÒ 卡特-哦<br />'''詞類次數''':副,連(4)<br />'''原文字根''':向下-這<br />'''字義溯源''':依照,就如,例如,因著,因為,照,照著;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ὅς]] / [[ὅσγε]])*=那)組成<br />'''出現次數''':總共(4);羅(1);林後(2);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 是照(2) 林後8:12; 林後8:12;<br />2) 因為(1) 彼前4:13;<br />3) 照著(1) 羅8:26
}}
}}