Anonymous

κομπέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] [[tönen]], lärmen, [[schallen]]; von an einander geschlagenen ehernen Körpern, κόμπει [[χαλκός]], das Erz ertönte, Il. 12, 151; auch von irdenen Gefäßen, Eust. – Gew. übertr., hochfahrende Reden ertönen lassen, [[großprahlen]], aufschneiden; κομπεῖς τι παρὰ καιρόν Pind. P. 10, 4; Her. 5, 41; c. accus., οὕστινας κομπεῖς γάμους Aesch. Prom. 949; τοσόνδ' ἐκόμπει μῦθον Soph. Ai. 770, öfter; Eur. Or. 563. Auch im pass., Thuc. 6, 17 οὐδ' ὁπλῖται οὔτ' ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, διεφάνησαν, so viel man prahlerisch behauptet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] [[tönen]], lärmen, [[schallen]]; von an einander geschlagenen ehernen Körpern, κόμπει [[χαλκός]], das Erz ertönte, Il. 12, 151; auch von irdenen Gefäßen, Eust. – Gew. übertr., hochfahrende Reden ertönen lassen, [[großprahlen]], aufschneiden; κομπεῖς τι παρὰ καιρόν Pind. P. 10, 4; Her. 5, 41; c. accus., οὕστινας κομπεῖς γάμους Aesch. Prom. 949; τοσόνδ' ἐκόμπει μῦθον Soph. Ai. 770, öfter; Eur. Or. 563. Auch im pass., Thuc. 6, 17 οὐδ' ὁπλῖται οὔτ' ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, διεφάνησαν, so viel man prahlerisch behauptet.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire du bruit, résonner, retentir;<br /><b>2</b> parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH <i>ou</i> ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d'un mariage ; <i>avec une</i> prop. inf. vanter ce fait que EUR ; <i>Pass.</i> être vanté.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομπέω''': ([[κόμπος]]) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, [[ἐπικρούω]] πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπως]] ἴδω [[μήπως]] [[εἶναι]] βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― [[κόμπος]]. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις [[αὐτόθι]] 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει [[καύχησις]], Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. [[ὅπως]]…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ [[κομπάζω]], σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.
|lstext='''κομπέω''': ([[κόμπος]]) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, [[ἐπικρούω]] πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπως]] ἴδω [[μήπως]] [[εἶναι]] βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― [[κόμπος]]. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις [[αὐτόθι]] 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει [[καύχησις]], Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. [[ὅπως]]…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ [[κομπάζω]], σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire du bruit, résonner, retentir;<br /><b>2</b> parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH <i>ou</i> ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d'un mariage ; <i>avec une</i> prop. inf. vanter ce fait que EUR ; <i>Pass.</i> être vanté.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth