Anonymous

κληρονομέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1451.png Seite 1451]] durchs Loos bekommen, übh. seinen Antheil bekommen, bes. seinen Theil an der Erbschaft empfangen, Erbe sein, beerben; τῆς οὐσίας Isocr. 1, 2; Is. 1, 40 u. öfter; Dem. u. Folgde; auch c. acc., χώραν Lycurg. 88, wie Pol. 9, 39; Luc. D. mort. 11, 3; τινά, Einen beerben, Ep. ad. 86 (XI, 202), wie Posidon. Ath. V, 211 f; τὴν μητρυιάν Plut. Syll. 2, welche Construction Moeris als hellenistisch bezeichnet, vgl. Phryn. p. 129; Sp. sagen auch τινά τινος, D. S. 45, 47; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. – Auch übertr., wie im Deutschen, »Theil haben«, τῆς αἰσχύνης Dem. 19, 320, wie τὴν ἐπ' εὐσεβείᾳ δόξαν Pol. 15, 22, 3; öfter bei Sp. = erlangen, bekommen. – [[LXX]] auch = zum Erben einsetzen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1451.png Seite 1451]] durchs Loos bekommen, übh. seinen Antheil bekommen, bes. seinen Theil an der Erbschaft empfangen, Erbe sein, beerben; τῆς οὐσίας Isocr. 1, 2; Is. 1, 40 u. öfter; Dem. u. Folgde; auch c. acc., χώραν Lycurg. 88, wie Pol. 9, 39; Luc. D. mort. 11, 3; τινά, Einen beerben, Ep. ad. 86 (XI, 202), wie Posidon. Ath. V, 211 f; τὴν μητρυιάν Plut. Syll. 2, welche Construction Moeris als hellenistisch bezeichnet, vgl. Phryn. p. 129; Sp. sagen auch τινά τινος, D. S. 45, 47; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. – Auch übertr., wie im Deutschen, »Theil haben«, τῆς αἰσχύνης Dem. 19, 320, wie τὴν ἐπ' εὐσεβείᾳ δόξαν Pol. 15, 22, 3; öfter bei Sp. = erlangen, bekommen. – [[LXX]] auch = zum Erben einsetzen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκληρονόμουν, <i>f.</i> κληρονομήσω, <i>ao.</i> ἐκληρονόμησα, <i>pf.</i> κεκληρονόμηκα;<br /><b>1</b> recevoir en héritage une part de, hériter de : τινος de qch;<br /><b>2</b> être institué héritier : τινα de qqn, hériter de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κληρονομέω''': εἶμαι [[κληρονόμος]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] κληρονομίας, κληρονομῶ, μετὰ γεν. πράγμ., [[ὥσπερ]] τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας κλ. Ἰσοκρ. 2Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 2, Ἰσαῖ. 47. 11· ὅς γε κεκληρονόμηκας τῶν... χρημάτων Δημ. 329. 15. κλ. μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς κληρονομίας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 20· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Λυκοῦργ. 159. 4, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 11. 3, κτλ.· ― [[καθόλου]], κτῶμαι, [[λαμβάνω]], δόξαν Πολύβ. 15. 22, 3· τὴν βασιλείαν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Β΄, 10, πρβλ. Σειράχ. ΙΘ΄, 3). 2) μεταβ. ἐνεργείας = [[κληροδοτέω]], [[αὐτόθι]] (Δευτ. Α΄, 38, μετὰ διαφ. γραφῆς: κληροδοτήσω). ΙΙ. κληρονομῶ ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ἐοίκασιν οἰκέτῃ νεοπλούτῳ ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ., ἀποθανόντα κληρονομήσας (τὸν δεσπότην) [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Σύλλ. 2, Ἀνθ. Π. 11. 202, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κλ. τινα τῆς οὐσίας Δίων Κ. 45. 47. ― Παθ. ἔχω διαδόχους ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ὑπὸ τῶν παίδων Φίλων 2. 172, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 22. ― ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 129. ΙΙΙ. [[καταλείπω]] κληρονόμον μετ’ ἐμέ, υἱὸν Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΓ΄, 22).
|lstext='''κληρονομέω''': εἶμαι [[κληρονόμος]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] κληρονομίας, κληρονομῶ, μετὰ γεν. πράγμ., [[ὥσπερ]] τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας κλ. Ἰσοκρ. 2Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 2, Ἰσαῖ. 47. 11· ὅς γε κεκληρονόμηκας τῶν... χρημάτων Δημ. 329. 15. κλ. μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς κληρονομίας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 20· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Λυκοῦργ. 159. 4, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 11. 3, κτλ.· ― [[καθόλου]], κτῶμαι, [[λαμβάνω]], δόξαν Πολύβ. 15. 22, 3· τὴν βασιλείαν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Β΄, 10, πρβλ. Σειράχ. ΙΘ΄, 3). 2) μεταβ. ἐνεργείας = [[κληροδοτέω]], [[αὐτόθι]] (Δευτ. Α΄, 38, μετὰ διαφ. γραφῆς: κληροδοτήσω). ΙΙ. κληρονομῶ ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ἐοίκασιν οἰκέτῃ νεοπλούτῳ ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ., ἀποθανόντα κληρονομήσας (τὸν δεσπότην) [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Σύλλ. 2, Ἀνθ. Π. 11. 202, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κλ. τινα τῆς οὐσίας Δίων Κ. 45. 47. ― Παθ. ἔχω διαδόχους ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ὑπὸ τῶν παίδων Φίλων 2. 172, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 22. ― ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 129. ΙΙΙ. [[καταλείπω]] κληρονόμον μετ’ ἐμέ, υἱὸν Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΓ΄, 22).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκληρονόμουν, <i>f.</i> κληρονομήσω, <i>ao.</i> ἐκληρονόμησα, <i>pf.</i> κεκληρονόμηκα;<br /><b>1</b> recevoir en héritage une part de, hériter de : τινος de qch;<br /><b>2</b> être institué héritier : τινα de qqn, hériter de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR