Anonymous

κληρονομέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκληρονόμουν, <i>f.</i> κληρονομήσω, <i>ao.</i> ἐκληρονόμησα, <i>pf.</i> κεκληρονόμηκα;<br /><b>1</b> recevoir en héritage une part de, hériter de : τινος de qch;<br /><b>2</b> être institué héritier : τινα de qqn, hériter de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκληρονόμουν, <i>f.</i> κληρονομήσω, <i>ao.</i> ἐκληρονόμησα, <i>pf.</i> κεκληρονόμηκα;<br /><b>1</b> recevoir en héritage une part de, hériter de : τινος de qch;<br /><b>2</b> être institué héritier : τινα de qqn, hériter de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κληρονομέω''': εἶμαι [[κληρονόμος]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] κληρονομίας, κληρονομῶ, μετὰ γεν. πράγμ., [[ὥσπερ]] τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας κλ. Ἰσοκρ. 2Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 2, Ἰσαῖ. 47. 11· ὅς γε κεκληρονόμηκας τῶν... χρημάτων Δημ. 329. 15. κλ. μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς κληρονομίας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 20· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Λυκοῦργ. 159. 4, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 11. 3, κτλ.· ― [[καθόλου]], κτῶμαι, [[λαμβάνω]], δόξαν Πολύβ. 15. 22, 3· τὴν βασιλείαν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Β΄, 10, πρβλ. Σειράχ. ΙΘ΄, 3). 2) μεταβ. ἐνεργείας = [[κληροδοτέω]], [[αὐτόθι]] (Δευτ. Α΄, 38, μετὰ διαφ. γραφῆς: κληροδοτήσω). ΙΙ. κληρονομῶ ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ἐοίκασιν οἰκέτῃ νεοπλούτῳ ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ., ἀποθανόντα κληρονομήσας (τὸν δεσπότην) [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Σύλλ. 2, Ἀνθ. Π. 11. 202, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κλ. τινα τῆς οὐσίας Δίων Κ. 45. 47. ― Παθ. ἔχω διαδόχους ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ὑπὸ τῶν παίδων Φίλων 2. 172, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 22. ― ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 129. ΙΙΙ. [[καταλείπω]] κληρονόμον μετ’ ἐμέ, υἱὸν Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΓ΄, 22).
|elnltext=κληρονομέω [κληρονόμος] een erfdeel krijgen, erven, met gen.:; ἐκεκληρονομήκεις... τῶν... χρημάτων jij had een deel van het geld van jouw schoonvader Philo geërfd Dem. 18.312; ook met acc.:; κληρονομεῖν ἀποθανόντος ἐμοῦ τὰ κτήματα mijn bezittingen erven wanneer ik dood ben Luc. 77.11.3; overdr.:; ταύτης γὰρ οὐκέτ’ ἐγὼ τῆς αἰσχύνης κληρονομῶ want aan die schande zal ik geen deel meer hebben Dem. 19.320; verkrijgen:. θεοῦ βασιλείαν het koninkrijk van God NT 1 Cor. 6.9. erfgenaam zijn van, met acc.:; ἐκληρονόμησε... τὴν μητρυιάν hij was erfgenaam van zijn stiefmoeder Plut. Sull. 2.4; ook met gen.:; ἐοίκασιν οἰκέτῃ... ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου zij lijken op een slaaf die onlangs van zijn meester heeft geërfd Luc. 59.20; ook pass.: ζῶντες αὐτοὶ κληρονομήσονται ὑπὸ του νεκροῦ terwijl zij zelf nog leven zal hun nalatenschap door de dode geërfd worden Luc. 57.22.
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[получать по жребию]], [[получать в удел]], [[наследовать]] (τῶν χρημάτων Dem.; τῆς οὐσίας Isocr.; χώραν Polyb.; τὴν γῆν NT);<br /><b class="num">2)</b> [[быть наследником]], [[наследовать]]: κ. τινος Luc. и τινα Plut. наследовать кому-л.; κ. τινά τινος Diod. унаследовать от кого-л. что-л.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κληρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κληρονόμος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]] [[μερίδιο]] περιουσίας, με γεν., σε Δημ.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[κληρονομώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[διάδοχος]] ή [[κληρονόμος]], <i>τινός</i>, κάποιου, στον ίδ.· επίσης με αιτ., [[διαδέχομαι]] κάποιον, σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''κληρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κληρονόμος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]] [[μερίδιο]] περιουσίας, με γεν., σε Δημ.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[κληρονομώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[διάδοχος]] ή [[κληρονόμος]], <i>τινός</i>, κάποιου, στον ίδ.· επίσης με αιτ., [[διαδέχομαι]] κάποιον, σε Πλούτ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κληρονομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[получать по жребию]], [[получать в удел]], [[наследовать]] (τῶν χρημάτων Dem.; τῆς οὐσίας Isocr.; χώραν Polyb.; τὴν γῆν NT);<br /><b class="num">2)</b> [[быть наследником]], [[наследовать]]: κ. τινος Luc. и τινα Plut. наследовать кому-л.; κ. τινά τινος Diod. унаследовать от кого-л. что-л.
|lstext='''κληρονομέω''': εἶμαι [[κληρονόμος]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] κληρονομίας, κληρονομῶ, μετὰ γεν. πράγμ., [[ὥσπερ]] τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας κλ. Ἰσοκρ. 2Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 2, Ἰσαῖ. 47. 11· ὅς γε κεκληρονόμηκας τῶν... χρημάτων Δημ. 329. 15. κλ. μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς κληρονομίας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 20· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Λυκοῦργ. 159. 4, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 11. 3, κτλ.· ― [[καθόλου]], κτῶμαι, [[λαμβάνω]], δόξαν Πολύβ. 15. 22, 3· τὴν βασιλείαν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Β΄, 10, πρβλ. Σειράχ. ΙΘ΄, 3). 2) μεταβ. ἐνεργείας = [[κληροδοτέω]], [[αὐτόθι]] (Δευτ. Α΄, 38, μετὰ διαφ. γραφῆς: κληροδοτήσω). ΙΙ. κληρονομῶ ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ἐοίκασιν οἰκέτῃ νεοπλούτῳ ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ., ἀποθανόντα κληρονομήσας (τὸν δεσπότην) [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Σύλλ. 2, Ἀνθ. Π. 11. 202, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κλ. τινα τῆς οὐσίας Δίων Κ. 45. 47. ― Παθ. ἔχω διαδόχους ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ὑπὸ τῶν παίδων Φίλων 2. 172, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 22. ― ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 129. ΙΙΙ. [[καταλείπω]] κληρονόμον μετ’ ἐμέ, υἱὸν Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΓ΄, 22).
}}
{{elnl
|elnltext=κληρονομέω [κληρονόμος] een erfdeel krijgen, erven, met gen.:; ἐκεκληρονομήκεις... τῶν... χρημάτων jij had een deel van het geld van jouw schoonvader Philo geërfd Dem. 18.312; ook met acc.:; κληρονομεῖν ἀποθανόντος ἐμοῦ τὰ κτήματα mijn bezittingen erven wanneer ik dood ben Luc. 77.11.3; overdr.:; ταύτης γὰρ οὐκέτ’ ἐγὼ τῆς αἰσχύνης κληρονομῶ want aan die schande zal ik geen deel meer hebben Dem. 19.320; verkrijgen:. θεοῦ βασιλείαν het koninkrijk van God NT 1 Cor. 6.9. erfgenaam zijn van, met acc.:; ἐκληρονόμησε... τὴν μητρυιάν hij was erfgenaam van zijn stiefmoeder Plut. Sull. 2.4; ook met gen.:; ἐοίκασιν οἰκέτῃ... ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου zij lijken op een slaaf die onlangs van zijn meester heeft geërfd Luc. 59.20; ook pass.: ζῶντες αὐτοὶ κληρονομήσονται ὑπὸ του νεκροῦ terwijl zij zelf nog leven zal hun nalatenschap door de dode geërfd worden Luc. 57.22.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj