3,274,216
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0094.png Seite 94]] εως, ion. ιος, ὁ, 1) der W ahr sag er, Prophet; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, Unglücksprophet, 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. [[τέκτων]], Od. 17, 384; Pind., der auch [[μάντις]] [[ἀνήρ]] vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ [[μάντις]] φησίν, οἰωνῶν [[βοτήρ]], Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch [[μάντις]] ὁὐξ ὀνειράτων [[φόβος]], 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο [[μάντις]] ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, [[μάντις]] οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς [[μάντις]] τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch [[γνώμη]] ἀρίστη [[μάντις]], Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς [[μάντις]] λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von [[μαίνομαι]] ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., [[ἀγυρτικός]] Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0094.png Seite 94]] εως, ion. ιος, ὁ, 1) der W ahr sag er, Prophet; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, Unglücksprophet, 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. [[τέκτων]], Od. 17, 384; Pind., der auch [[μάντις]] [[ἀνήρ]] vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ [[μάντις]] φησίν, οἰωνῶν [[βοτήρ]], Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch [[μάντις]] ὁὐξ ὀνειράτων [[φόβος]], 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο [[μάντις]] ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, [[μάντις]] οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς [[μάντις]] τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch [[γνώμη]] ἀρίστη [[μάντις]], Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς [[μάντις]] λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von [[μαίνομαι]] ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., [[ἀγυρτικός]] Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />devin, prophète <i>ou</i> prophétesse.<br />'''Étymologie:''' R. Μαν, être inspiré ; cf. [[μανία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάντῐς''': ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. [[ἀλαός]] III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, [[προφήτης]], ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν [[αὐτόθι]] 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - μετὰ δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., [[μάντις]]... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 65· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, [[ἴσως]] ἡ Mantis religiosa Λατ., [[ὡσαύτως]] καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]], Rana arborea, καλούμενος [[οὕτως]] ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τῆς √ΜΑΝ, [[μαίνομαι]] [[εἶναι]] ἀρχαία, [[διότι]] εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, [[ἔνθα]] διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. [[προφήτης]], [[μανία]] 2. Ἡ √ΜΑΝ [[εἶναι]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - [[ἴσως]] λοιπὸν τὸ [[μάντις]] [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. [[μαλλός]], villus). | |lstext='''μάντῐς''': ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. [[ἀλαός]] III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, [[προφήτης]], ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν [[αὐτόθι]] 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - μετὰ δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., [[μάντις]]... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 65· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, [[ἴσως]] ἡ Mantis religiosa Λατ., [[ὡσαύτως]] καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]], Rana arborea, καλούμενος [[οὕτως]] ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τῆς √ΜΑΝ, [[μαίνομαι]] [[εἶναι]] ἀρχαία, [[διότι]] εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, [[ἔνθα]] διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. [[προφήτης]], [[μανία]] 2. Ἡ √ΜΑΝ [[εἶναι]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - [[ἴσως]] λοιπὸν τὸ [[μάντις]] [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. [[μαλλός]], villus). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |