Anonymous

μάντις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />devin, prophète <i>ou</i> prophétesse.<br />'''Étymologie:''' R. Μαν, être inspiré ; cf. [[μανία]].
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />devin, prophète <i>ou</i> prophétesse.<br />'''Étymologie:''' R. Μαν, être inspiré ; cf. [[μανία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάντις:''' εως ἡ зоол. кузнечик или богомол (Mantis religiosa) Theocr.<br />εως, ион. ιος ὁ и ἡ (ῐο, иногда ῑο) прорицатель(ница), предсказатель(ница) (μάντεις καὶ χρησμολόγοι Thuc.; οἱ μάντεις [[πῶς]] ἀμφίβολα λέγουσιν Arst.): οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Soph. никто не может предсказать грядущее.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάντῐς:''' ὁ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i> και <i>-ηος</i>, κλητ. <i>μάντῐ</i>, δοτ. πληθ. <i>μάντεσι</i> ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, [[προφήτης]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η [[προφήτις]], σε Τραγ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οιωνοσκόπος]], [[προφήτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ακρίδας, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μάντῐς:''' ὁ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i> και <i>-ηος</i>, κλητ. <i>μάντῐ</i>, δοτ. πληθ. <i>μάντεσι</i> ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, [[προφήτης]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η [[προφήτις]], σε Τραγ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οιωνοσκόπος]], [[προφήτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ακρίδας, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάντις:''' εως ἡ зоол. кузнечик или богомол (Mantis religiosa) Theocr.<br />εως, ион. ιος ὁ и ἡ (ῐο, иногда ῑο) прорицатель(ница), предсказатель(ница) (μάντεις καὶ χρησμολόγοι Thuc.; οἱ μάντεις [[πῶς]] ἀμφίβολα λέγουσιν Arst.): οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Soph. никто не может предсказать грядущее.
}}
}}
{{etym
{{etym