Anonymous

λειμώνιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] τό, Wiesenblume, eine Anemonenart, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] τό, Wiesenblume, eine Anemonenart, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte d'anémone, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λειμώνιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειμώνιον''': τό, limonium, [[βοτάνη]] τις ἔχουσα καυλὸν [[λεπτὸν]] ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
|lstext='''λειμώνιον''': τό, limonium, [[βοτάνη]] τις ἔχουσα καυλὸν [[λεπτὸν]] ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte d'anémone, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λειμώνιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειμώνιον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειμώνιος]].
|mltxt=[[λειμώνιον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειμώνιος]].
}}
}}