λειμώνιον

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμώνιον Medium diacritics: λειμώνιον Low diacritics: λειμώνιον Capitals: ΛΕΙΜΩΝΙΟΝ
Transliteration A: leimṓnion Transliteration B: leimōnion Transliteration C: leimonion Beta Code: leimw/nion

English (LSJ)

τό, Statice limonium, sealavender or snakeweed, Dsc.4.16, Plin.HN20.72; as an ornament, λ. χρυσοῦν Inscr.Délos 442 B11 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 23] τό, Wiesenblume, eine Anemonenart, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d'anémone, plante.
Étymologie: λειμώνιος.

Greek (Liddell-Scott)

λειμώνιον: τό, limonium, βοτάνη τις ἔχουσα καυλὸν λεπτὸν ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.

Greek Monolingual

λειμώνιον, τὸ (Α)
βλ. λειμώνιος.