Anonymous

μεταπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; [[ταῦρος]] βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Thieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – [[μεταπρέπω]], ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; [[ταῦρος]] βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Thieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – [[μεταπρέπω]], ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπρέπω''': [[διαπρέπω]] μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, [[ταῦρος]] μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ [[μεταπρέπω]], διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν [[εἶδος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
|lstext='''μεταπρέπω''': [[διαπρέπω]] μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, [[ταῦρος]] μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ [[μεταπρέπω]], διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν [[εἶδος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth