Anonymous

κλοπή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] ἡ, der [[Diebstahl]], im Ggstz von [[ἁρπαγή]], Plat. Legg. XII, 941 b u. A.; vgl. Aesch. ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην, Ag. 534; im plur., κλοπαῖσι γυναικός, durch den Raub des Weibes, 391, wie Eur. κλοπαῖς θηρώμενος Ἑλένην Hel. 1176; ἐπεὶ κλοπὰς σὰς ἐκ δόμων ἐδέξατο, das [[Geraubte]], die Helena, ib. 1691; übh. heimlicher <b class="b2">Trugu. List</b>, κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] Ai. 243, heimlich fliehen, wie κλοπῇ δ' ἀφῖγμαι διαφυγοῦσα πολεμίους Eur. Ion 1254; κλέπτειν μύθοις κλοπάς, durch Reden täuschen, Herc. f. 100.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] ἡ, der [[Diebstahl]], im Ggstz von [[ἁρπαγή]], Plat. Legg. XII, 941 b u. A.; vgl. Aesch. ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην, Ag. 534; im plur., κλοπαῖσι γυναικός, durch den Raub des Weibes, 391, wie Eur. κλοπαῖς θηρώμενος Ἑλένην Hel. 1176; ἐπεὶ κλοπὰς σὰς ἐκ δόμων ἐδέξατο, das [[Geraubte]], die Helena, ib. 1691; übh. heimlicher <b class="b2">Trugu. List</b>, κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] Ai. 243, heimlich fliehen, wie κλοπῇ δ' ἀφῖγμαι διαφυγοῦσα πολεμίους Eur. Ion 1254; κλέπτειν μύθοις κλοπάς, durch Reden täuschen, Herc. f. 100.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin, rapt d'une femme;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toute action furtive <i>ou</i> clandestine ; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] SOPH prendre secrètement la fuite ; ruse, dissimulation, fourberie ; surprise d'un poste militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κλεφ, cacher.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλοπή''': ἡ, ([[κλέπτω]]) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ [[αὐτόθι]] 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ κλοπῇ καὶ [[δίκη]], Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ [[λῃστεία]], Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ [[ἰδιοποίησις]] ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ [[πρᾶξις]], [[ἀπάτη]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν μετὰ λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία [[κατάληψις]] στρατιωτικῆς θέσεως ([[κλέπτω]] IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.
|lstext='''κλοπή''': ἡ, ([[κλέπτω]]) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ [[αὐτόθι]] 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ κλοπῇ καὶ [[δίκη]], Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ [[λῃστεία]], Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ [[ἰδιοποίησις]] ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ [[πρᾶξις]], [[ἀπάτη]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν μετὰ λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία [[κατάληψις]] στρατιωτικῆς θέσεως ([[κλέπτω]] IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin, rapt d'une femme;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toute action furtive <i>ou</i> clandestine ; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] SOPH prendre secrètement la fuite ; ruse, dissimulation, fourberie ; surprise d'un poste militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κλεφ, cacher.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR