Anonymous

κλοπή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin, rapt d'une femme;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toute action furtive <i>ou</i> clandestine ; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] SOPH prendre secrètement la fuite ; ruse, dissimulation, fourberie ; surprise d'un poste militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κλεφ, cacher.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin, rapt d'une femme;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toute action furtive <i>ou</i> clandestine ; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] SOPH prendre secrètement la fuite ; ruse, dissimulation, fourberie ; surprise d'un poste militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κλεφ, cacher.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλοπή''': ἡ, ([[κλέπτω]]) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ [[αὐτόθι]] 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ κλοπῇ καὶ [[δίκη]], Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ [[λῃστεία]], Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ [[ἰδιοποίησις]] ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ [[πρᾶξις]], [[ἀπάτη]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν μετὰ λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία [[κατάληψις]] στρατιωτικῆς θέσεως ([[κλέπτω]] IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.
|elnltext=κλοπή -ῆς, ἡ, Dor. κλοπά [κλέπτω] diefstal, roof:. κλοπῆς δίκη straf voor de roof Plat. Prot. 322a. list, bedrog:. κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς gedwongen door bedrog en dwang Soph. Ph. 1025; κλοπῇ δ’ ἀφῖγμαι ik ben hier heimelijk gekomen Eur. Ion 1254; τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς συμβάλλομαι; waarom geef ik raad over een heimelijke actie? Xen. An. 4.6.14.
}}
{{elru
|elrutext='''κλοπή:''' дор. [[κλοπά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[воровство]], [[кража]], [[хищение]] ([[ἁρπαγή]] τε καὶ κ. Aesch.): κλοπῆς [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] Aesch., Plat. быть наказанным за кражу; ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. быть казненным за хищение (общественных) денег; ἱερῶν κλοπαί Plat. ограбление храмов; κλοπαὶ γυναικός Aesch. похищение (чужой) жены;<br /><b class="num">2)</b> [[обман]], [[хитрость]]: ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] Soph. тайно бежать; κλοπῇ [[ἀφῖγμαι]] Eur. я тайно пришла сюда; κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. обманывать речами;<br /><b class="num">3)</b> [[военная хитрость]], [[тайное нападение]], [[засада]] Xen.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κλοπή:''' ἡ (κλέπ-τω),<br /><b class="num">I.</b> [[κλοπή]], [[κλεψιά]], Λατ. [[furtum]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μυστική [[πράξη]], [[απάτη]], σε Ευρ., Αισχίν.· <i>κλοπῇ</i>, [[λαθραία]] ή μέσω απάτης, σε Σοφ.· ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]], δηλ. να φύγει [[μακριά]] με [[κρυφή]] [[ταχύτητα]] στα πόδια, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> απροσδόκητη [[λαθραία]] [[κατάληψη]] στρατιωτικής θέσης, σε Ξεν.
|lsmtext='''κλοπή:''' ἡ (κλέπ-τω),<br /><b class="num">I.</b> [[κλοπή]], [[κλεψιά]], Λατ. [[furtum]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μυστική [[πράξη]], [[απάτη]], σε Ευρ., Αισχίν.· <i>κλοπῇ</i>, [[λαθραία]] ή μέσω απάτης, σε Σοφ.· ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]], δηλ. να φύγει [[μακριά]] με [[κρυφή]] [[ταχύτητα]] στα πόδια, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> απροσδόκητη [[λαθραία]] [[κατάληψη]] στρατιωτικής θέσης, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλοπή:''' дор. [[κλοπά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[воровство]], [[кража]], [[хищение]] ([[ἁρπαγή]] τε καὶ κ. Aesch.): κλοπῆς [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] Aesch., Plat. быть наказанным за кражу; ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. быть казненным за хищение (общественных) денег; ἱερῶν κλοπαί Plat. ограбление храмов; κλοπαὶ γυναικός Aesch. похищение (чужой) жены;<br /><b class="num">2)</b> [[обман]], [[хитрость]]: ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] Soph. тайно бежать; κλοπῇ [[ἀφῖγμαι]] Eur. я тайно пришла сюда; κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. обманывать речами;<br /><b class="num">3)</b> [[военная хитрость]], [[тайное нападение]], [[засада]] Xen.
|lstext='''κλοπή''': ἡ, ([[κλέπτω]]) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ [[αὐτόθι]] 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ κλοπῇ καὶ [[δίκη]], Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ [[λῃστεία]], Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ [[ἰδιοποίησις]] ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ [[πρᾶξις]], [[ἀπάτη]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν μετὰ λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία [[κατάληψις]] στρατιωτικῆς θέσεως ([[κλέπτω]] IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.
}}
{{elnl
|elnltext=κλοπή -ῆς, , Dor. κλοπά [κλέπτω] diefstal, roof:. κλοπῆς δίκη straf voor de roof Plat. Prot. 322a. list, bedrog:. κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς gedwongen door bedrog en dwang Soph. Ph. 1025; κλοπῇ δ’ ἀφῖγμαι ik ben hier heimelijk gekomen Eur. Ion 1254; τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς συμβάλλομαι; waarom geef ik raad over een heimelijke actie? Xen. An. 4.6.14.
}}
}}
{{etym
{{etym