Anonymous

οὐλόμενος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0413.png Seite 413]] eigtl. poet. für [[ὀλόμενος]], part. aor. II. med. von [[ὄλλυμι]], nur adjectivisch gebraucht, [[verderblich]], Unheil bringend; von Personen, Il. 14, 84; [[ἄλοχος]], Od. 4, 92. 11, 410 u. öfter; von Sachen, [[γαστήρ]], 17, 474, öfter; μῆνιν οὐλομένην, ἣ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν, Il. 1, 2; aber Od. 18, 273, [[γάμος]] οὐλομένης [[ἐμέθεν]], τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα, erklärt man des Zusatzes wegen für »verloren«, »unglücklich«, Apoll. L. H. τῆς ἀπολομένης; – Pind. nennt das Alter u. die Krankheit so, P. 4, 293. 10, 41; vgl. Hes. Th. 225; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 802. – Bei Soph. Ant. 833 steht οὐλομένα, sonst nicht bei Tragg., daher man auch bei Soph. hat ändern wollen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0413.png Seite 413]] eigtl. poet. für [[ὀλόμενος]], part. aor. II. med. von [[ὄλλυμι]], nur adjectivisch gebraucht, [[verderblich]], Unheil bringend; von Personen, Il. 14, 84; [[ἄλοχος]], Od. 4, 92. 11, 410 u. öfter; von Sachen, [[γαστήρ]], 17, 474, öfter; μῆνιν οὐλομένην, ἣ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν, Il. 1, 2; aber Od. 18, 273, [[γάμος]] οὐλομένης [[ἐμέθεν]], τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα, erklärt man des Zusatzes wegen für »verloren«, »unglücklich«, Apoll. L. H. τῆς ἀπολομένης; – Pind. nennt das Alter u. die Krankheit so, P. 4, 293. 10, 41; vgl. Hes. Th. 225; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 802. – Bei Soph. Ant. 833 steht οὐλομένα, sonst nicht bei Tragg., daher man auch bei Soph. hat ändern wollen.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> perdu, ruiné;<br /><b>2</b> pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' part. ao.2 Moy. de [[ὄλλυμι]], p. ὀλόμενος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλόμενος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀλόμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄλλυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 92˙ [[μῆνις]] Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ [[φάρμακον]] Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ [[γῆρας]] Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ [[νοῦσος]] Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, [[ὕβρις]] Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, [[στένω]] σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. [[σημασία]] τῆς λέξ., [[δυστυχής]], [[ἀτυχής]], ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, [[οἷον]] τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
|lstext='''οὐλόμενος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀλόμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄλλυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 92˙ [[μῆνις]] Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ [[φάρμακον]] Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ [[γῆρας]] Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ [[νοῦσος]] Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, [[ὕβρις]] Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, [[στένω]] σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. [[σημασία]] τῆς λέξ., [[δυστυχής]], [[ἀτυχής]], ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, [[οἷον]] τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> perdu, ruiné;<br /><b>2</b> pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' part. ao.2 Moy. de [[ὄλλυμι]], p. ὀλόμενος.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth