Anonymous

λελίημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] (λαω, [[λιλαίομαι]], eigtl. perf. dazu, statt λελίλημαι), begierig trachten, streben, Hom. nur im part. λελιημένος, adjectivisch gebraucht, hastig, voll Begier, ungestüm, ἕλκειν, Il. 4, 465, παρήϊξεν, 5, 690, βὰν ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, 16, 552. Bei Ap. Rh. auch c. gen., λελιημένοι ἠπείροιο, 1, 1165; λελίητο ἰδέσθαι, er begehrte zu sehen, Orph. Arg. 1259; λελίητο αὐδῆσαι, Ap. Rh. 3, 1158.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] (λαω, [[λιλαίομαι]], eigtl. perf. dazu, statt λελίλημαι), begierig trachten, streben, Hom. nur im part. λελιημένος, adjectivisch gebraucht, hastig, voll Begier, ungestüm, ἕλκειν, Il. 4, 465, παρήϊξεν, 5, 690, βὰν ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, 16, 552. Bei Ap. Rh. auch c. gen., λελιημένοι ἠπείροιο, 1, 1165; λελίητο ἰδέσθαι, er begehrte zu sehen, Orph. Arg. 1259; λελίητο αὐδῆσαι, Ap. Rh. 3, 1158.
}}
{{bailly
|btext=v. [[λιλαίομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λελίημαι''': (ἴδε ἐν λέξ. λάω Β), ἀρχ. Ἐπικ. πρκμ. μὲ σημ. ἐνεστ., προθυμοῦμαι, προσπαθῶ, Ἰλ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ μετοχ. λελῐημένος, λελ. [[ὄφρα]] τάχιστα ὤσαιτ’ Ἀργείους Ε. 690· ἀλλὰ συχν. ὡς ἁπλοῦν ἐπίθ., [[πρόθυμος]], ἕλκε δ’ ὑπὲκ βελέων λελιημένος Δ. 465· βάν ῥ’ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Μ. 106, πρβλ. ΙΙ. 552· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. μετὰ γεν., [[πρόθυμος]] διά τι, ἐπιθυμῶ τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1164· [[ὡσαύτως]] εὔχρηστον παρ’ αὐτῷ ἐν τῷ γ΄ ἑν. ὑπερσ. μετ. ἀπαρ., λελίητο αὐδῆσαι Γ. 1158, πρβλ. 646., Δ. 1109, Θεόκρ. 25. 196· [[ὡσαύτως]] β΄ ἑν. πρκμ. λελίησαι, καὶ γ΄ πληθ, ὑπερσ. λελίητο παρὰ τῷ Ὀρφ., Μαξίμ. ἴδε Lehrs Qu. Ep. σ. 293. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς σημασ., αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος, ὁρμῶν..., Ἐμπεδ. 360, Ἡσύχ.
|lstext='''λελίημαι''': (ἴδε ἐν λέξ. λάω Β), ἀρχ. Ἐπικ. πρκμ. μὲ σημ. ἐνεστ., προθυμοῦμαι, προσπαθῶ, Ἰλ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ μετοχ. λελῐημένος, λελ. [[ὄφρα]] τάχιστα ὤσαιτ’ Ἀργείους Ε. 690· ἀλλὰ συχν. ὡς ἁπλοῦν ἐπίθ., [[πρόθυμος]], ἕλκε δ’ ὑπὲκ βελέων λελιημένος Δ. 465· βάν ῥ’ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Μ. 106, πρβλ. ΙΙ. 552· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. μετὰ γεν., [[πρόθυμος]] διά τι, ἐπιθυμῶ τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1164· [[ὡσαύτως]] εὔχρηστον παρ’ αὐτῷ ἐν τῷ γ΄ ἑν. ὑπερσ. μετ. ἀπαρ., λελίητο αὐδῆσαι Γ. 1158, πρβλ. 646., Δ. 1109, Θεόκρ. 25. 196· [[ὡσαύτως]] β΄ ἑν. πρκμ. λελίησαι, καὶ γ΄ πληθ, ὑπερσ. λελίητο παρὰ τῷ Ὀρφ., Μαξίμ. ἴδε Lehrs Qu. Ep. σ. 293. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς σημασ., αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος, ὁρμῶν..., Ἐμπεδ. 360, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=v. [[λιλαίομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth