Anonymous

λελίημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[λιλαίομαι]].
|btext=v. [[λιλαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''λελίημαι:''' pf. к [[λιλαίομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λελίημαι:''' Επικ. παρακ. ([[λίαν]]), με [[σημασία]] ενεστ.· [[αγωνίζομαι]] με ζήλο, [[προσπαθώ]] φιλότιμα, στη μτχ. <i>λελῐημένος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ως απλό επίθ., [[πρόθυμος]], [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], στο ίδ.· [[έπειτα]], γʹ ενικ. υπερσ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λελίημαι:''' Επικ. παρακ. ([[λίαν]]), με [[σημασία]] ενεστ.· [[αγωνίζομαι]] με ζήλο, [[προσπαθώ]] φιλότιμα, στη μτχ. <i>λελῐημένος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ως απλό επίθ., [[πρόθυμος]], [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], στο ίδ.· [[έπειτα]], γʹ ενικ. υπερσ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λελίημαι:''' pf. к [[λιλαίομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λίαν]]<br />to [[strive]] [[eagerly]], in [[part]]. λελῐημένος, Il.; as a [[mere]] adj. [[eager]], in [[haste]], Il.: [[later]] 3rd sg. plup., Theocr.
|mdlsjtxt=[[λίαν]]<br />to [[strive]] [[eagerly]], in [[part]]. λελῐημένος, Il.; as a [[mere]] adj. [[eager]], in [[haste]], Il.: [[later]] 3rd sg. plup., Theocr.
}}
}}