Anonymous

μόρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] ὁ ([[μείρομαι]]), wie [[μοῖρα]], das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das [[Loos]], Ge schi ck; [[οἶδα]], ὅ μοι [[μόρος]] ἐνθάδ' ὀλέσθαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ [[μόρον]], über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. [[ὑπέρμορον]]). So auch Tragg.; θνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι [[μόρον]], Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν [[μόρος]] αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν [[μόρον]], 6, 357; ὀλέεσθε κακὸν [[μόρον]], 21, 133; neben [[θάνατος]], Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατον τε [[μόρον]] τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν [[μόρον]], Pind. P. 3, 58; ἐχθρότατον δώσειν [[μόρον]], N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., [[ἀπροσδόκητος]] δ' αὐτὸν [[αἰφνίδιος]] [[μόρος]] τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; [[λευστήρ]], der Steinigungstod, Spt. 181; τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; [[μόρον]] κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ θανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, 5, 21, wie διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ [[μήτηρ]] – εἶδεν ἁλίξαντον σὸν [[μόρον]] εἰνάλιον, scheint es geradezu für [[νέκυς]] zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern [[μόρος]] auch = [[ὀξύς]] gewesen sein, wovon einige Alte [[ἰόμωρος]] ableiteten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] ὁ ([[μείρομαι]]), wie [[μοῖρα]], das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das [[Loos]], Ge schi ck; [[οἶδα]], ὅ μοι [[μόρος]] ἐνθάδ' ὀλέσθαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ [[μόρον]], über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. [[ὑπέρμορον]]). So auch Tragg.; θνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι [[μόρον]], Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν [[μόρος]] αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν [[μόρον]], 6, 357; ὀλέεσθε κακὸν [[μόρον]], 21, 133; neben [[θάνατος]], Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατον τε [[μόρον]] τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν [[μόρον]], Pind. P. 3, 58; ἐχθρότατον δώσειν [[μόρον]], N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., [[ἀπροσδόκητος]] δ' αὐτὸν [[αἰφνίδιος]] [[μόρος]] τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; [[λευστήρ]], der Steinigungstod, Spt. 181; τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; [[μόρον]] κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ θανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, 5, 21, wie διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ [[μήτηρ]] – εἶδεν ἁλίξαντον σὸν [[μόρον]] εἰνάλιον, scheint es geradezu für [[νέκυς]] zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern [[μόρος]] auch = [[ὀξύς]] gewesen sein, wovon einige Alte [[ἰόμωρος]] ableiteten.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lot assigné aux hommes par le destin ; sort, destin;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> infortune, malheur, destin funeste ; mort violente, mort.<br />'''Étymologie:''' [[μείρομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />mûre, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μόρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρος''': ὁ, ([[μείρομαι]]) = [[μοῖρα]] ΙΙ, τὸ ὡρισμένον [[τέλος]] τοῦ ἀνθρώπου, ἡ [[τύχη]] [[αὐτοῦ]], τὸ πεπρωμένον, ἀλλὰ μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐν τῆ Ἰωνικῇ πεζογραφίᾳ· μετ’ ἀπαρ., [[μόρος]] [ἐστὶν] ὀλέσθαι, [[εἶναι]] [[τύχη]] τινός, τὸ πεπρωμένον τινὸς νὰ ἀποθάνῃ, Ἰλ. Τ. 421· [[ὑπὲρ]] [[μόρον]] (κοινῶς [[ὑπέρμορον]]), [[πέραν]] τῆς μοίρας, ἐπὶ τῶν ἐπαυξανόντων διὰ τῶν ἰδίων σφαλμάτων τὰ ὑπὸ τῆς μοίρας προορισθέντα κακά, Ἰλ. Υ. 30, Φ. 517, Ὀδ. Α. 34, 35, κτλ.· ἡ [[ἀναλογία]] τῶν φράσεων, [[ὑπὲρ]] Διὸς αἶσαν (Ἰλ. Ρ. 321), [[ὑπὲρ]] θεὸν ([[αὐτόθι]] 327), [[ὑπὲρ]] μοῖραν (Υ. 334), δεικνύει ὅτι [[κάλλιον]] νὰ γράφηται [[διῃρημένως]]· ἂν καὶ ὁ [[τύπος]] ὑπέρμορα, Ἰλ. Β. 155, ὑποδεικνύει σχηματισμὸν ἐπιρρηματικόν, καὶ τὸ ὑπερμόρως, εὕρηται παρ’ Εὐστ.· πρβλ. La Roche Text-Krit. 370. ΙΙ. [[ὄλεθρος]], [[θάνατος]], Λατ. fatum, Ἰλ. Σ. 465, κτλ., Πινδ. Π. 3. 105, καὶ Τραγ.· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1252· νῦν δ’... ἦλθέ ποθεν [[σωτήρ]], ἢ [[μόρον]] εἴπω; Αἰσχύλ. Χο. 1073· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀείποτε ἐπὶ βιαίου θανάτου, μόρῳ τοιούτῳ ἐχρήσατο, [[οὕτως]] ἔφθασεν εἰς τὸ [[τέλος]] του, 1. 117· παρ’ Ὁμ., κακὸς [[μόρος]], θάνατός τε [[μόρος]] τε, [[συχνάκις]] συνάπτονται, Ἰλ. Φ. 133, Ὀδ. Ι. 61, κτλ.· μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ Ἡρόδ. 3. 65., 9. 17, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 420, Σοφ. Ἀντ. 1313, 1329. 2) παρὰ μεταγεν., = [[νεκρός]], [[πτῶμα]], Ἀνθ. Π. 7. 404· ὡς τὸ Λατ. mors παρὰ Propert. 2. 10, 22, Κικ. Mil. 32. ΙΙΙ. Μόρος, ὡς μυθικὸν [[πρόσωπον]], υἱὸς τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θεογ. 211, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς Τραγ., δι’ ὃ καὶ ὁ Αἰσχύλ. ἠδυνήθη νὰ γράψῃ, τόνδε Μοῖρ’ ἐπόρσυνεν [[μόρον]], Χο. 911.
|lstext='''μόρος''': ὁ, ([[μείρομαι]]) = [[μοῖρα]] ΙΙ, τὸ ὡρισμένον [[τέλος]] τοῦ ἀνθρώπου, ἡ [[τύχη]] [[αὐτοῦ]], τὸ πεπρωμένον, ἀλλὰ μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐν τῆ Ἰωνικῇ πεζογραφίᾳ· μετ’ ἀπαρ., [[μόρος]] [ἐστὶν] ὀλέσθαι, [[εἶναι]] [[τύχη]] τινός, τὸ πεπρωμένον τινὸς νὰ ἀποθάνῃ, Ἰλ. Τ. 421· [[ὑπὲρ]] [[μόρον]] (κοινῶς [[ὑπέρμορον]]), [[πέραν]] τῆς μοίρας, ἐπὶ τῶν ἐπαυξανόντων διὰ τῶν ἰδίων σφαλμάτων τὰ ὑπὸ τῆς μοίρας προορισθέντα κακά, Ἰλ. Υ. 30, Φ. 517, Ὀδ. Α. 34, 35, κτλ.· ἡ [[ἀναλογία]] τῶν φράσεων, [[ὑπὲρ]] Διὸς αἶσαν (Ἰλ. Ρ. 321), [[ὑπὲρ]] θεὸν ([[αὐτόθι]] 327), [[ὑπὲρ]] μοῖραν (Υ. 334), δεικνύει ὅτι [[κάλλιον]] νὰ γράφηται [[διῃρημένως]]· ἂν καὶ ὁ [[τύπος]] ὑπέρμορα, Ἰλ. Β. 155, ὑποδεικνύει σχηματισμὸν ἐπιρρηματικόν, καὶ τὸ ὑπερμόρως, εὕρηται παρ’ Εὐστ.· πρβλ. La Roche Text-Krit. 370. ΙΙ. [[ὄλεθρος]], [[θάνατος]], Λατ. fatum, Ἰλ. Σ. 465, κτλ., Πινδ. Π. 3. 105, καὶ Τραγ.· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1252· νῦν δ’... ἦλθέ ποθεν [[σωτήρ]], ἢ [[μόρον]] εἴπω; Αἰσχύλ. Χο. 1073· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀείποτε ἐπὶ βιαίου θανάτου, μόρῳ τοιούτῳ ἐχρήσατο, [[οὕτως]] ἔφθασεν εἰς τὸ [[τέλος]] του, 1. 117· παρ’ Ὁμ., κακὸς [[μόρος]], θάνατός τε [[μόρος]] τε, [[συχνάκις]] συνάπτονται, Ἰλ. Φ. 133, Ὀδ. Ι. 61, κτλ.· μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ Ἡρόδ. 3. 65., 9. 17, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 420, Σοφ. Ἀντ. 1313, 1329. 2) παρὰ μεταγεν., = [[νεκρός]], [[πτῶμα]], Ἀνθ. Π. 7. 404· ὡς τὸ Λατ. mors παρὰ Propert. 2. 10, 22, Κικ. Mil. 32. ΙΙΙ. Μόρος, ὡς μυθικὸν [[πρόσωπον]], υἱὸς τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θεογ. 211, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς Τραγ., δι’ ὃ καὶ ὁ Αἰσχύλ. ἠδυνήθη νὰ γράψῃ, τόνδε Μοῖρ’ ἐπόρσυνεν [[μόρον]], Χο. 911.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lot assigné aux hommes par le destin ; sort, destin;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> infortune, malheur, destin funeste ; mort violente, mort.<br />'''Étymologie:''' [[μείρομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />mûre, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μόρον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth