Anonymous

καρπάλιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] ([[ἁρπάλιμος]], von [[ἁρπάζω]]), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = [[ἁρπάλιμος]] zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] ([[ἁρπάλιμος]], von [[ἁρπάζω]]), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = [[ἁρπάλιμος]] zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />prompt, agile, rapide.<br />'''Étymologie:''' R. Καρπ, être rapide, cf. [[κραιπνός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπάλῐμος''': -ον, (ἴδε ἐν λ. [[κραιπνός]])· - Ἐπίκ. ἐπίθ., [[ταχύς]], Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.
|lstext='''καρπάλῐμος''': -ον, (ἴδε ἐν λ. [[κραιπνός]])· - Ἐπίκ. ἐπίθ., [[ταχύς]], Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />prompt, agile, rapide.<br />'''Étymologie:''' R. Καρπ, être rapide, cf. [[κραιπνός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth