Anonymous

μίσθωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] ἡ, das Vermiethen, Verpachten, Dingen; Plat. Soph. 219 d; πελταστῶν, Lys. 19, 43; μίσθωσιν [[λαβεῖν]], im Ggstz von οὐσίαν ἔχειν, eine Pachtung übernehmen, Is. 5, 36; [[δίκη]] μισθώσεως οἴκου, Klage gegen den Vormund, der seines Mündels Haus nicht gut vermiethet hat, Isocr. u. Sp.; Pacht, μίσθωσιν ἀποδοῦναι, Inscr. 93.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] ἡ, das Vermiethen, Verpachten, Dingen; Plat. Soph. 219 d; πελταστῶν, Lys. 19, 43; μίσθωσιν [[λαβεῖν]], im Ggstz von οὐσίαν ἔχειν, eine Pachtung übernehmen, Is. 5, 36; [[δίκη]] μισθώσεως οἴκου, Klage gegen den Vormund, der seines Mündels Haus nicht gut vermiethet hat, Isocr. u. Sp.; Pacht, μίσθωσιν ἀποδοῦναι, Inscr. 93.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de prendre à gages <i>ou</i> à loyer, location.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μίσθωσις''': ἡ, ([[μισθόω]]) τὸ νὰ δώσῃ τίς τι ἐπὶ μισθῷ, [[δίκη]] μισθώσεως ἢ δ. μισθώσεως οἴκου, ἀγωγὴ καὶ [[δίκη]] [[ἐναντίον]] ἐπιτρόπου ἀμελήσαντος νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν οἰκίαν ἐπιτροπευομένου ἐπωφελῶς, εἰς τὴν μ. ἐγράφη ὀφείλων Δημ. 946. 11. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἁπλῶς]] [[μίσθωσις]], Λυσ. 155. 37, Πλάτ. Σοφιστ. 219D, Νόμ. 759Ε. ΙΙΙ. = [[μίσθωμα]] Ι. 2, ἐνοίκιον, μ. φέρειν, ἀποδιδόναι Ἰσαῖ. 54. 27, Δημ. 839. 7., 1096. 26· εἰσπράττειν ὁ αὐτ. 1318. 20· μίσθωσιν φέρειν [[τάλαντον]] τοῦ ἐνιαυτοῦ Ἰσαῖ. 54. 34, κτλ.
|lstext='''μίσθωσις''': ἡ, ([[μισθόω]]) τὸ νὰ δώσῃ τίς τι ἐπὶ μισθῷ, [[δίκη]] μισθώσεως ἢ δ. μισθώσεως οἴκου, ἀγωγὴ καὶ [[δίκη]] [[ἐναντίον]] ἐπιτρόπου ἀμελήσαντος νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν οἰκίαν ἐπιτροπευομένου ἐπωφελῶς, εἰς τὴν μ. ἐγράφη ὀφείλων Δημ. 946. 11. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἁπλῶς]] [[μίσθωσις]], Λυσ. 155. 37, Πλάτ. Σοφιστ. 219D, Νόμ. 759Ε. ΙΙΙ. = [[μίσθωμα]] Ι. 2, ἐνοίκιον, μ. φέρειν, ἀποδιδόναι Ἰσαῖ. 54. 27, Δημ. 839. 7., 1096. 26· εἰσπράττειν ὁ αὐτ. 1318. 20· μίσθωσιν φέρειν [[τάλαντον]] τοῦ ἐνιαυτοῦ Ἰσαῖ. 54. 34, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de prendre à gages <i>ou</i> à loyer, location.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm