μίσθωσις

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθωσις Medium diacritics: μίσθωσις Low diacritics: μίσθωσις Capitals: ΜΙΣΘΩΣΙΣ
Transliteration A: místhōsis Transliteration B: misthōsis Transliteration C: misthosis Beta Code: mi/sqwsis

English (LSJ)

μισθώσεως, ἡ,
A letting for hire, Pl.Sph.219d, D.36.7, 27.59; αἱ μισθώσεις τῶν τεμενῶν Arist.Ath.47.4, cf. Pl.Lg.759e.
b lease, PCair.Zen.334.5 (iii B.C.), PFay.96 (ii A.D.); μίσθωσις ἁπλῆ, δισσὴ γραφεῖσα, POxy.1037.20 (v A.D.), 913.20 (v A.D.).
II rent, ὁπόσην ἂν ἄλφῃ μ. τὸ τέμενος IG12.94.15; μίσθωσιν φέρειν D.36.51; μίσθωσιν ἀποδιδόναι Lexap. eund.43.58, cf. Arist.Ath.2.2; ὀφείλειν μισθώσεις τεμενῶν D.57.63; σιτικὴ μίσθωσις PAmh.2.31.6 (ii B.C.).
III payment of wages earned by slaves to their master, D.28.12; of soldiers' pay, Lys.19.43.
IV income from an estate, μίσθωσιν φέρειν, μίσθωσιν λαμβάνειν, Is.5.35,36.
V farming out by contract, PLille 1v.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 191] ἡ, das Vermieten, Verpachten, Dingen; Plat. Soph. 219 d; πελταστῶν, Lys. 19, 43; μίσθωσιν λαβεῖν, im Gegensatz von οὐσίαν ἔχειν, eine Pachtung übernehmen, Is. 5, 36; δίκη μισθώσεως οἴκου, Klage gegen den Vormund, der seines Mündels Haus nicht gut vermiethet hat, Isocr. u. Sp.; Pacht, μίσθωσιν ἀποδοῦναι, Inscr. 93.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de prendre à gages ou action de prendre à loyer, location.
Étymologie: μισθόω.

Russian (Dvoretsky)

μίσθωσις: εως ἡ
1 сдача в аренду (οἴκου Dem.);
2 нанимание, наем (τῶν πελταστῶν Lys.);
3 плата за наем, арендная плата (μίσθωσιν φέρειν Isae. или ἀποδιδόναι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

μίσθωσις: ἡ, (μισθόω) τὸ νὰ δώσῃ τίς τι ἐπὶ μισθῷ, δίκη μισθώσεως ἢ δ. μισθώσεως οἴκου, ἀγωγὴ καὶ δίκη ἐναντίον ἐπιτρόπου ἀμελήσαντος νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν οἰκίαν ἐπιτροπευομένου ἐπωφελῶς, εἰς τὴν μ. ἐγράφη ὀφείλων Δημ. 946. 11. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἁπλῶς μίσθωσις, Λυσ. 155. 37, Πλάτ. Σοφιστ. 219D, Νόμ. 759Ε. ΙΙΙ. = μίσθωμα Ι. 2, ἐνοίκιον, μ. φέρειν, ἀποδιδόναι Ἰσαῖ. 54. 27, Δημ. 839. 7., 1096. 26· εἰσπράττειν ὁ αὐτ. 1318. 20· μίσθωσιν φέρειν τάλαντον τοῦ ἐνιαυτοῦ Ἰσαῖ. 54. 34, κτλ.

Greek Monotonic

μίσθωσις: ἡ,
I. ενοικίαση έναντι μισθώματος, δίκη μισθώσεως ή δίκη μισθώσεως οἴκου, καταγγελία εναντίον ενός επιτρόπου που αμέλησε να νοικιάσει οικία που ανήκει σ' αυτόν που επιτροπεύει και να του αποφέρει έτσι κέρδη,
II. ενοικίαση, σε Δημ.

Middle Liddell

μίσθωσις, μισθώσιος, ἡ, [from μισθόω
I. a letting for hire, δίκη μισθώσεως or δ. μισθώσεως οἴκου an action against a guardian who neglected to let his ward's house.
II. rent, Dem.

English (Woodhouse)

lease, letting out for hire, money paid for use of property

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)