Anonymous

μεγαίρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0104.png Seite 104]] (von [[μέγας]], vgl. [[γέρας]] – [[γεραίρω]] und s. Buttm. Lexil. I, 259), eigtl. Etwas für groß od. für zu groß halten; – dah. Einem Etwas [[mißgönnen]], als sei es zu groß für ihn, μέγηρε γάρ οἱ τόγε [[Ἀπόλλων]], Il. 23, 865; Orak. bei Her. 1, 66; u. c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, Od. 3, 55, vgl. H. h. Merc. 465; auch mit acc. c. inf., μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, Od. 2, 235. Dah. = aus Neid verweigern, versagen, beneiden, Δαναοῖσι μεγήρας, Il. 15, 473, κατακαιέμεν [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], die Todten zu verbrennen verweigere ich nicht, 7, 408, vgl. Od. 8, 206; οὐ [[μεγαίρω]] τοῦδέ σοι δωρήματος, ich beneide dich nicht um dieses Geschenk, Aesch. Prom. 629; ἐμέγηρέ μοι τόκοιο, Ap. Rh. 1, 289. In der Verbindung ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας, Il. 13, 563, er misgönnte ihm das Leben des Antilochos, wollte ihm das Leben des Antilochos nicht preisgeben, fassen es Andere = er entkräftete das Geschoß, es von dem Leben des Antilochos abwehrend, weil er ihm die Erlegung desselben nicht gestatten wollte, dem Sinne nach richtig, aber an die Form des Satzes bei Hom. sich nicht anschließend; u. so ist auch Il. 4, 54, [[τάων]] ([[πόλεων]]) [[οὔτι]] ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι οὐδὲ [[μεγαίρω]], zu nehmen, wie der folgende Vers zeigt, [[εἴπερ]] γὰρ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ [[ἀνύω]], aber der gen. hängt nur von [[πρόσθε]] ab, und zu [[μεγαίρω]] ist τὰς διαπέρσαι zu ergänzen. – Ap. Rh. 4, 1670, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπάς, vom neidischen Blicke, dem zauberische Kraft zugeschrieben wird. – Sp. haben auch das pass., beneidet werden; so von Sardes gesagt πολὺς δέ με [[πολλάκις]] αἰὼν ἄστεσιν ὀλβίστοις εὗρε μεγαιρομένην, Maced. 32 (IX, 645).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0104.png Seite 104]] (von [[μέγας]], vgl. [[γέρας]] – [[γεραίρω]] und s. Buttm. Lexil. I, 259), eigtl. Etwas für groß od. für zu groß halten; – dah. Einem Etwas [[mißgönnen]], als sei es zu groß für ihn, μέγηρε γάρ οἱ τόγε [[Ἀπόλλων]], Il. 23, 865; Orak. bei Her. 1, 66; u. c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, Od. 3, 55, vgl. H. h. Merc. 465; auch mit acc. c. inf., μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, Od. 2, 235. Dah. = aus Neid verweigern, versagen, beneiden, Δαναοῖσι μεγήρας, Il. 15, 473, κατακαιέμεν [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], die Todten zu verbrennen verweigere ich nicht, 7, 408, vgl. Od. 8, 206; οὐ [[μεγαίρω]] τοῦδέ σοι δωρήματος, ich beneide dich nicht um dieses Geschenk, Aesch. Prom. 629; ἐμέγηρέ μοι τόκοιο, Ap. Rh. 1, 289. In der Verbindung ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας, Il. 13, 563, er misgönnte ihm das Leben des Antilochos, wollte ihm das Leben des Antilochos nicht preisgeben, fassen es Andere = er entkräftete das Geschoß, es von dem Leben des Antilochos abwehrend, weil er ihm die Erlegung desselben nicht gestatten wollte, dem Sinne nach richtig, aber an die Form des Satzes bei Hom. sich nicht anschließend; u. so ist auch Il. 4, 54, [[τάων]] ([[πόλεων]]) [[οὔτι]] ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι οὐδὲ [[μεγαίρω]], zu nehmen, wie der folgende Vers zeigt, [[εἴπερ]] γὰρ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ [[ἀνύω]], aber der gen. hängt nur von [[πρόσθε]] ab, und zu [[μεγαίρω]] ist τὰς διαπέρσαι zu ergänzen. – Ap. Rh. 4, 1670, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπάς, vom neidischen Blicke, dem zauberische Kraft zugeschrieben wird. – Sp. haben auch das pass., beneidet werden; so von Sardes gesagt πολὺς δέ με [[πολλάκις]] αἰὼν ἄστεσιν ὀλβίστοις εὗρε μεγαιρομένην, Maced. 32 (IX, 645).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεγαρῶ, <i>ao.</i> ἐμέγηρα, <i>pf. inus.</i><br />regarder comme trop grand, trop beau, <i>d'où</i><br /><b>1</b> porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;<br /><b>2</b> refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier <i>ou</i> refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς [[ἡμῖν]] τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα OD et ne nous refuse pas d'accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m'oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν [[οὔτε]] [[μεγαίρω]] IL je ne m'oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; <i>abs.</i> οὔ [[τι]] [[μεγαίρω]] OD je ne refuse rien, je consens à tout.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]] ; pour la formation cf. [[γεραίρω]] de [[γέρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγαίρω''': ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ [[μέγας]], ὡς τὸ [[γεραίρω]] ἐκ τοῦ [[γέρας]])· - [[κυρίως]], [[βλέπω]] ἐπί τι [[πρᾶγμα]] ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· [[ὁπόθεν]] λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες [[ταχέως]] προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· [[ὅθεν]], I. δὲν [[παρέχω]] τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι [[μεγαίρω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, [[μηδὲ]] φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]], δὲν [[ἀντιλέγω]] εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., [[τάων]] οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ [[μεγαίρω]] (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον μετὰ δοτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] φθόνον [[ἐναντίον]] τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δέν μοι [[μέλει]] πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) μετὰ γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ [[Ποσειδῶν]] ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. [[φθονέω]] I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]], Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.
|lstext='''μεγαίρω''': ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ [[μέγας]], ὡς τὸ [[γεραίρω]] ἐκ τοῦ [[γέρας]])· - [[κυρίως]], [[βλέπω]] ἐπί τι [[πρᾶγμα]] ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· [[ὁπόθεν]] λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες [[ταχέως]] προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· [[ὅθεν]], I. δὲν [[παρέχω]] τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι [[μεγαίρω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, [[μηδὲ]] φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]], δὲν [[ἀντιλέγω]] εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., [[τάων]] οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ [[μεγαίρω]] (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον μετὰ δοτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] φθόνον [[ἐναντίον]] τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δέν μοι [[μέλει]] πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) μετὰ γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ [[Ποσειδῶν]] ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. [[φθονέω]] I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]], Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεγαρῶ, <i>ao.</i> ἐμέγηρα, <i>pf. inus.</i><br />regarder comme trop grand, trop beau, <i>d'où</i><br /><b>1</b> porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;<br /><b>2</b> refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier <i>ou</i> refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς [[ἡμῖν]] τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα OD et ne nous refuse pas d'accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m'oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν [[οὔτε]] [[μεγαίρω]] IL je ne m'oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; <i>abs.</i> οὔ [[τι]] [[μεγαίρω]] OD je ne refuse rien, je consens à tout.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]] ; pour la formation cf. [[γεραίρω]] de [[γέρας]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth