Anonymous

μεγαλύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0108.png Seite 108]] groß machen, erheben; med., τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων, Aesch. Prom. 894; [[ὅταν]] τὸ Πενθέως [[ὄνομα]] μεγαλύνῃ [[πόλις]], Eur. Bacch. 320; ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, Thuc. 8, 81; τοὺς πολεμίους, 5, 98, verstärken, wie D. Sic. 1, 20 u. Plut. Them. 27; ἑαυτόν, Xen. Apol. 32, vgl. Mem. 3, 6, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0108.png Seite 108]] groß machen, erheben; med., τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων, Aesch. Prom. 894; [[ὅταν]] τὸ Πενθέως [[ὄνομα]] μεγαλύνῃ [[πόλις]], Eur. Bacch. 320; ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, Thuc. 8, 81; τοὺς πολεμίους, 5, 98, verstärken, wie D. Sic. 1, 20 u. Plut. Them. 27; ἑαυτόν, Xen. Apol. 32, vgl. Mem. 3, 6, 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rendre grand <i>ou</i> puissant, fortifier, acc.;<br /><b>2</b> célébrer, vanter, glorifier;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεγαλύνομαι se vanter, se glorifier : τινί, [[ἐπί]] τινι, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλύνω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ([[μέγας]])· - [[κάμνω]] τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, [[ἐνισχύω]], ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, [[δοξάζω]], τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν [[παρά]] τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ [[πρός]] τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. [[μεγαλίζομαι]]. 2) μεγαλοποιῶ [[ἔγκλημα]], Θουκ. 6. 28.
|lstext='''μεγᾰλύνω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ([[μέγας]])· - [[κάμνω]] τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, [[ἐνισχύω]], ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, [[δοξάζω]], τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν [[παρά]] τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ [[πρός]] τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. [[μεγαλίζομαι]]. 2) μεγαλοποιῶ [[ἔγκλημα]], Θουκ. 6. 28.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rendre grand <i>ou</i> puissant, fortifier, acc.;<br /><b>2</b> célébrer, vanter, glorifier;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεγαλύνομαι se vanter, se glorifier : τινί, [[ἐπί]] τινι, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR