Anonymous

μετάγω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[ἄγω]]), 1) nach-, hinterherführen, sc. στρατόν, hinterhermarschiren, μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ᾗπερ ὁ 'Υστάσπης προῴχετο, Xen. Cyr. 7, 4, 8. – 2) von einem Orte weg nach einem andern hinführen, εἴς τινα τόπον, Pol. 24, 8, 4, vgl. 5, 1, 9, Sp., wie Hdn. 3, 8, 10; τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς [[βουλῆς]] ἐπὶ τοὺς ἱππέας, D. C. 37, 84.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[ἄγω]]), 1) nach-, hinterherführen, sc. στρατόν, hinterhermarschiren, μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ᾗπερ ὁ 'Υστάσπης προῴχετο, Xen. Cyr. 7, 4, 8. – 2) von einem Orte weg nach einem andern hinführen, εἴς τινα τόπον, Pol. 24, 8, 4, vgl. 5, 1, 9, Sp., wie Hdn. 3, 8, 10; τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς [[βουλῆς]] ἐπὶ τοὺς ἱππέας, D. C. 37, 84.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μετάξω, <i>ao.2</i> μετήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> transporter, transférer;<br /><b>2</b> faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάγω''': [ᾰ]: μέλλ. -άξω, [[μεταφέρω]] ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., [[μᾶλλον]] ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., [[ὑπάγω]] δι’ ἄλλης ὁδοῦ, [[μεταβάλλω]] δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.
|lstext='''μετάγω''': [ᾰ]: μέλλ. -άξω, [[μεταφέρω]] ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., [[μᾶλλον]] ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., [[ὑπάγω]] δι’ ἄλλης ὁδοῦ, [[μεταβάλλω]] δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μετάξω, <i>ao.2</i> μετήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> transporter, transférer;<br /><b>2</b> faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR