3,274,917
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] bemitleiden, bedauern; [[πάθος]] Aesch. Eum. 119; τοὺς σοὺς πόνους θεοὶ κατοικτιοῦσιν Soph. O. C. 385; τὰς ξυμφοράς Eur. Heracl. 153; absolut, ῥήματα κατοικτίσαντα, Worte des Mitleids, Soph. O. C. 1284; übertr., schonen, λακὶς χιτῶνος [[ἔργον]] οὐ κατοικτιεῖ Aesch. Suppl. 880. – Med. = act.; Aesch. Prom. 36; κατοίκτισαι στρατόν Pers. 1062. – Aber bei Her. 3, 156 = sich beklagen, um Anderer Mitleid zu gewinnen; so auch κατῳκτίσθην Eur. I. A. 686. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] bemitleiden, bedauern; [[πάθος]] Aesch. Eum. 119; τοὺς σοὺς πόνους θεοὶ κατοικτιοῦσιν Soph. O. C. 385; τὰς ξυμφοράς Eur. Heracl. 153; absolut, ῥήματα κατοικτίσαντα, Worte des Mitleids, Soph. O. C. 1284; übertr., schonen, λακὶς χιτῶνος [[ἔργον]] οὐ κατοικτιεῖ Aesch. Suppl. 880. – Med. = act.; Aesch. Prom. 36; κατοίκτισαι στρατόν Pers. 1062. – Aber bei Her. 3, 156 = sich beklagen, um Anderer Mitleid zu gewinnen; so auch κατῳκτίσθην Eur. I. A. 686. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κατοικτίσω, <i>att.</i> κατοικτιῶ;<br /><b>1</b> avoir pitié de, acc.;<br /><b>2</b> exciter la pitié;<br /><b>3</b> faire prendre en pitié, faire paraître misérable, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατοικτίζομαι (<i>f.</i> κατοικτιοῦμαι);<br /><b>1</b> s'apitoyer sur, acc.;<br /><b>2</b> se lamenter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκτίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοικτίζω''': [[κατοικτείρω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 384, κτλ.· λακὶς χιτῶνος [[ἔργον]] (ὅ ἐστι χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 903.― Μέσ., θρηνῶ δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκφέρω]] θρήνους, Ἡρόδ., 3. 156, Αἰσχύλ. Πρ. 36· καὶ πιθ. κατοικτίζει (ἀντὶ -εις) διορθωτέον ἐν Εὐμ. 121· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. κατῳκτίσθην, Εὐρ. Ι. Α. 686·― μετ’ αἰτ. πράγμ. ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1062. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, κινῶ τὸν οἶκτον, ῥήματα… κατοικτίσαντά πως Σοφ. Ο. Κ. 1282. | |lstext='''κατοικτίζω''': [[κατοικτείρω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 384, κτλ.· λακὶς χιτῶνος [[ἔργον]] (ὅ ἐστι χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 903.― Μέσ., θρηνῶ δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκφέρω]] θρήνους, Ἡρόδ., 3. 156, Αἰσχύλ. Πρ. 36· καὶ πιθ. κατοικτίζει (ἀντὶ -εις) διορθωτέον ἐν Εὐμ. 121· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. κατῳκτίσθην, Εὐρ. Ι. Α. 686·― μετ’ αἰτ. πράγμ. ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1062. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, κινῶ τὸν οἶκτον, ῥήματα… κατοικτίσαντά πως Σοφ. Ο. Κ. 1282. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |