3,274,216
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] schon von den Alten auf μετ' ἄλλα zurückgeführt, also nach andern Dingen forschen, fragen, nachfragen, sorgfältig, neugierig forschen; [[μήτε]] σὺ [[ταῦτα]] ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il. 1, 550, öfter; τοῦτο δέ τοι [[ἐρέω]], ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, was du mich fragest u. wonach du forschest, 3, 177, öfter; νῦν δ' [[ἐθέλω]] [[ἔπος]] ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ [[ἐρέσθαι]], Od. 3, 243; οὓς σὺ μεταλλᾷς, nach denen du forschest, fragst, Il. 10, 125. 13, 780 Od. 24, 321; – τινά, Einen ausfragen, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες, Od. 16, 287, öfter; τινά τι, Einen nach Etwas fragen, 1, 231. 7, 243 u. öfter; auch τὶ [[ἀμφί]] τινι, Etwas über Einen erkunden, 17, 554; [[ἀμφί]] τινος, Ap. Rh. 4, 1471. – Bei Pind. μετάλλασέν μιν, Ol. 6, 62, erkl. der Schol. ἐφιλοφρονήσατο, ἐπεστράφη [[αὐτοῦ]], schirmen, pflegen, Dissen »er suchte ihn«, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140. – Adj. verb., εἰ μετάλλατόν τι, Pind. P. 4, 164, wenn es zu erforschen ist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] schon von den Alten auf μετ' ἄλλα zurückgeführt, also nach andern Dingen forschen, fragen, nachfragen, sorgfältig, neugierig forschen; [[μήτε]] σὺ [[ταῦτα]] ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il. 1, 550, öfter; τοῦτο δέ τοι [[ἐρέω]], ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, was du mich fragest u. wonach du forschest, 3, 177, öfter; νῦν δ' [[ἐθέλω]] [[ἔπος]] ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ [[ἐρέσθαι]], Od. 3, 243; οὓς σὺ μεταλλᾷς, nach denen du forschest, fragst, Il. 10, 125. 13, 780 Od. 24, 321; – τινά, Einen ausfragen, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες, Od. 16, 287, öfter; τινά τι, Einen nach Etwas fragen, 1, 231. 7, 243 u. öfter; auch τὶ [[ἀμφί]] τινι, Etwas über Einen erkunden, 17, 554; [[ἀμφί]] τινος, Ap. Rh. 4, 1471. – Bei Pind. μετάλλασέν μιν, Ol. 6, 62, erkl. der Schol. ἐφιλοφρονήσατο, ἐπεστράφη [[αὐτοῦ]], schirmen, pflegen, Dissen »er suchte ihn«, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140. – Adj. verb., εἰ μετάλλατόν τι, Pind. P. 4, 164, wenn es zu erforschen ist. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> chercher, rechercher, <i>particul.</i> chercher à savoir, acc.;<br /><b>2</b> questionner, interroger : τινα, qqn ; [[τι]], demander qch ; τινά [[τι]], demander qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄλλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταλλάω''': μέλλ. -ήσω· ― [[κυρίως]], ζητῶ ἄλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, [[ἐξετάζω]] μετὰ προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· [[οὐκέτι]] μέμνηται..., [[οὔτε]] μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, [[ἐξετάζω]], [[ἀνακρίνω]], σε... οὔτ’ [[εἴρομαι]] [[οὔτε]] μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ [[περί]] τινος, [[ἐξετάζω]], [[θέλω]] νὰ μάθω, μή τι σὺ [[ταῦτα]] διείρεο [[μηδὲ]] μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ [[κατέκταθεν]], οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· [[ὡσαύτως]], μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· [[περί]] τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινός τι, τοῦτο δέ τοι [[ἐρέω]], ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· [[ἔπος]] [[ἄλλο]] μ. καὶ [[ἐρέσθαι]] Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40. | |lstext='''μεταλλάω''': μέλλ. -ήσω· ― [[κυρίως]], ζητῶ ἄλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, [[ἐξετάζω]] μετὰ προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· [[οὐκέτι]] μέμνηται..., [[οὔτε]] μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, [[ἐξετάζω]], [[ἀνακρίνω]], σε... οὔτ’ [[εἴρομαι]] [[οὔτε]] μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ [[περί]] τινος, [[ἐξετάζω]], [[θέλω]] νὰ μάθω, μή τι σὺ [[ταῦτα]] διείρεο [[μηδὲ]] μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ [[κατέκταθεν]], οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· [[ὡσαύτως]], μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· [[περί]] τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινός τι, τοῦτο δέ τοι [[ἐρέω]], ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· [[ἔπος]] [[ἄλλο]] μ. καὶ [[ἐρέσθαι]] Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |