Anonymous

κατασπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] (s. [[σπάω]]), herab-, herunterziehen; μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] κατέσπασεν Soph. frg. 783; τῶν τριχῶν τινα, an den Haaren, Ar. Lys. 725; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. 1, 63; κατεσπάσθη ἀπ ὸ τοῦ ἵππου Xen. An. 1, 9, 6; νῆας, Schiffe ins Meer ziehen, sie flott machen, Her. 7, 193; D. Sic. 19, 50; – ὁ κατεσπακὼς τὰς [[ὀφρῦς]], mit heruntergezogenen, finsteren Augenbrauen, Alciphr. 3, 3; vgl. Arist. H. A. 1, 9; – herunterziehen, -leiten, Medic.; herunterschlingen, verschlucken, Ar. Ran. 756; Antiphan. bei Ath. III, 104 a; – zerreißen, zersprengen, τάξεις Pol. 1, 40, 13. – In der Aussprache verkürzen, als kurz brauchen, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 282.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] (s. [[σπάω]]), herab-, herunterziehen; μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] κατέσπασεν Soph. frg. 783; τῶν τριχῶν τινα, an den Haaren, Ar. Lys. 725; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. 1, 63; κατεσπάσθη ἀπ ὸ τοῦ ἵππου Xen. An. 1, 9, 6; νῆας, Schiffe ins Meer ziehen, sie flott machen, Her. 7, 193; D. Sic. 19, 50; – ὁ κατεσπακὼς τὰς [[ὀφρῦς]], mit heruntergezogenen, finsteren Augenbrauen, Alciphr. 3, 3; vgl. Arist. H. A. 1, 9; – herunterziehen, -leiten, Medic.; herunterschlingen, verschlucken, Ar. Ran. 756; Antiphan. bei Ath. III, 104 a; – zerreißen, zersprengen, τάξεις Pol. 1, 40, 13. – In der Aussprache verkürzen, als kurz brauchen, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 282.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tirer en bas : τινα [[τοῦ]] ποδός LUC qqn par le pied ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἵππου XÉN tirer à bas d'un cheval ; [[νῆας]] HDT mettre des navires à flot ; <i>fig.</i> κατασπᾶσθαι [[ἐς]] ὕπνον LUC être amené à dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασπάω''': μέλλ. -άσω ᾰ, [[ἕλκω]] ἢ [[σύρω]] δυνατὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· κατασπᾶν τινα τῶν τριχῶν, «τραβῶ τινα [[κάτω]] ἀπὸ τὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Λυσ. 725· τινα τοῦ σκέλους Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασ.» 2· κατέσπασα αὐτὸν τοῦ ποδὸς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· «[[γάλα]] κ. καὶ ἐφέλκειν ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ.· καὶ ὁ [[καρπὸς]] [[γάλα]] κ. ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος Διοσκ. 3. 134· κ. τὰς νῆας, ἐκ τῆς ξηρᾶς [[καθέλκω]] πλοῖα, τὰ «[[ῥίπτω]]» εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 1. 164, κατασπάσαντες τὰς [[ναῦς]] ἔπλεον 7. 193· κ. σημεῖα, [[καταβιβάζω]] (εἰς ἔνδειξιν ἥττης), Θουκ. 1. 63· ἢ παθητ., ἡ [[νίκη]] ἐγένετο καὶ κατεσπάσθη τὰ σημεῖα, ἀντίθ. ἤρθη τὰ σημεῖα, εἰς ἔνδειξιν τοῦ νὰ ἀρχίσωσι τὴν μάχην, ὁ αὐτ. 1, 49· κ. τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου ἢ κατεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· καὶ μεταφορ., κατασπᾶν τὸν θεὸν ἐπὶ τὰς ἀνθρωπίνας χρείας, δηλ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Πλουτ. Ἠθ. 416F·- Παθ., σύρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταβιβάζομαι, τὰ κατασπώμενα ἀντίθετ. κἀνασπώμενα, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος ἐκ τῆς κινήσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς Ἀλκίφρ. 3. 3, πρβλ. καταβάλλειν ὀφρῦς καὶ συνάγειν, ἀντίθετ. τῷ αἴρειν, ἐπαίρειν, ἀνατείνειν ὀφρῦς·- ὀφρύες κατεσπασμέναι, ἐπὶ τοῦ συνωφρυωμένου ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9. 1· κατασπᾶσθαι ἐς [[ὕπνον]], ἐς δάκρυα καταφέρεσθαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλογ. 2, 2, Ἀνάχ. 23. 2) Παθ., ὀλίγον [[μεταβάλλω]] τὴν θέσιν μου, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 847, 849· συσπῶμαι, [[πάσχω]] ἐκ σπασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1096. ΙΙ. [[προκαλῶ]], διευκολύνω, [[καταβιβάζω]], τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 1202Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24· ὁμοίως παθητ., κατασπᾶται τὰ γυν. ἢ χαλᾶται, ἀντίθ. τῷ ἀνασπᾶσθαι, Ἱππ. 619. 44·- [[σύρω]] ἔξω, [[ἐξάγω]], τὸ λουτρὸν κ. χυμοὺς Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· «κατασπᾶν· χαλᾶν» Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]], Λατ. deglutire, διπλάσιον κατέσπακας Ἀριστοφ. Ἱππ. 718, Βάτρ. 576, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατ.» 1. 13. IV. [[καταστρέφω]], [[κρημνίζω]], τὴν Σμύρναν Στράβ. 646, πρβλ. [[πόλις]] κατεσπασμένη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου 759· κ. τὰς τάξεις, διασπῶ, Πολύβ. 1. 40, 13· κ. τὴν φωνήν, χαμηλώνειν, ἀντίθ. ἀνάγειν εἰς τοὺς ὀξυτάτους φθόγγους, Ὀρειβάσ. 93, Matth.· ἢ [[προφέρω]] ὡς βραχύ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 282.- Πρβλ. [[κατασπεύδω]].
|lstext='''κατασπάω''': μέλλ. -άσω ᾰ, [[ἕλκω]] ἢ [[σύρω]] δυνατὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· κατασπᾶν τινα τῶν τριχῶν, «τραβῶ τινα [[κάτω]] ἀπὸ τὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Λυσ. 725· τινα τοῦ σκέλους Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασ.» 2· κατέσπασα αὐτὸν τοῦ ποδὸς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· «[[γάλα]] κ. καὶ ἐφέλκειν ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ.· καὶ ὁ [[καρπὸς]] [[γάλα]] κ. ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος Διοσκ. 3. 134· κ. τὰς νῆας, ἐκ τῆς ξηρᾶς [[καθέλκω]] πλοῖα, τὰ «[[ῥίπτω]]» εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 1. 164, κατασπάσαντες τὰς [[ναῦς]] ἔπλεον 7. 193· κ. σημεῖα, [[καταβιβάζω]] (εἰς ἔνδειξιν ἥττης), Θουκ. 1. 63· ἢ παθητ., ἡ [[νίκη]] ἐγένετο καὶ κατεσπάσθη τὰ σημεῖα, ἀντίθ. ἤρθη τὰ σημεῖα, εἰς ἔνδειξιν τοῦ νὰ ἀρχίσωσι τὴν μάχην, ὁ αὐτ. 1, 49· κ. τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου ἢ κατεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· καὶ μεταφορ., κατασπᾶν τὸν θεὸν ἐπὶ τὰς ἀνθρωπίνας χρείας, δηλ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Πλουτ. Ἠθ. 416F·- Παθ., σύρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταβιβάζομαι, τὰ κατασπώμενα ἀντίθετ. κἀνασπώμενα, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος ἐκ τῆς κινήσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς Ἀλκίφρ. 3. 3, πρβλ. καταβάλλειν ὀφρῦς καὶ συνάγειν, ἀντίθετ. τῷ αἴρειν, ἐπαίρειν, ἀνατείνειν ὀφρῦς·- ὀφρύες κατεσπασμέναι, ἐπὶ τοῦ συνωφρυωμένου ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9. 1· κατασπᾶσθαι ἐς [[ὕπνον]], ἐς δάκρυα καταφέρεσθαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλογ. 2, 2, Ἀνάχ. 23. 2) Παθ., ὀλίγον [[μεταβάλλω]] τὴν θέσιν μου, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 847, 849· συσπῶμαι, [[πάσχω]] ἐκ σπασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1096. ΙΙ. [[προκαλῶ]], διευκολύνω, [[καταβιβάζω]], τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 1202Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24· ὁμοίως παθητ., κατασπᾶται τὰ γυν. ἢ χαλᾶται, ἀντίθ. τῷ ἀνασπᾶσθαι, Ἱππ. 619. 44·- [[σύρω]] ἔξω, [[ἐξάγω]], τὸ λουτρὸν κ. χυμοὺς Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· «κατασπᾶν· χαλᾶν» Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]], Λατ. deglutire, διπλάσιον κατέσπακας Ἀριστοφ. Ἱππ. 718, Βάτρ. 576, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατ.» 1. 13. IV. [[καταστρέφω]], [[κρημνίζω]], τὴν Σμύρναν Στράβ. 646, πρβλ. [[πόλις]] κατεσπασμένη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου 759· κ. τὰς τάξεις, διασπῶ, Πολύβ. 1. 40, 13· κ. τὴν φωνήν, χαμηλώνειν, ἀντίθ. ἀνάγειν εἰς τοὺς ὀξυτάτους φθόγγους, Ὀρειβάσ. 93, Matth.· ἢ [[προφέρω]] ὡς βραχύ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 282.- Πρβλ. [[κατασπεύδω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tirer en bas : τινα [[τοῦ]] ποδός LUC qqn par le pied ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἵππου XÉN tirer à bas d'un cheval ; [[νῆας]] HDT mettre des navires à flot ; <i>fig.</i> κατασπᾶσθαι [[ἐς]] ὕπνον LUC être amené à dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπάω]].
}}
}}
{{eles
{{eles