Anonymous

κατασπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />tirer en bas : τινα [[τοῦ]] ποδός LUC qqn par le pied ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἵππου XÉN tirer à bas d'un cheval ; [[νῆας]] HDT mettre des navires à flot ; <i>fig.</i> κατασπᾶσθαι [[ἐς]] ὕπνον LUC être amené à dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπάω]].
|btext=-ῶ :<br />tirer en bas : τινα [[τοῦ]] ποδός LUC qqn par le pied ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἵππου XÉN tirer à bas d'un cheval ; [[νῆας]] HDT mettre des navires à flot ; <i>fig.</i> κατασπᾶσθαι [[ἐς]] ὕπνον LUC être amené à dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασπάω''': μέλλ. -άσω ᾰ, [[ἕλκω]] ἢ [[σύρω]] δυνατὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· κατασπᾶν τινα τῶν τριχῶν, «τραβῶ τινα [[κάτω]] ἀπὸ τὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Λυσ. 725· τινα τοῦ σκέλους Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασ.» 2· κατέσπασα αὐτὸν τοῦ ποδὸς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· «[[γάλα]] κ. καὶ ἐφέλκειν ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ.· καὶ ὁ [[καρπὸς]] [[γάλα]] κ. ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος Διοσκ. 3. 134· κ. τὰς νῆας, ἐκ τῆς ξηρᾶς [[καθέλκω]] πλοῖα, τὰ «[[ῥίπτω]]» εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 1. 164, κατασπάσαντες τὰς [[ναῦς]] ἔπλεον 7. 193· κ. σημεῖα, [[καταβιβάζω]] (εἰς ἔνδειξιν ἥττης), Θουκ. 1. 63· ἢ παθητ., ἡ [[νίκη]] ἐγένετο καὶ κατεσπάσθη τὰ σημεῖα, ἀντίθ. ἤρθη τὰ σημεῖα, εἰς ἔνδειξιν τοῦ νὰ ἀρχίσωσι τὴν μάχην, ὁ αὐτ. 1, 49· κ. τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου ἢ κατεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· καὶ μεταφορ., κατασπᾶν τὸν θεὸν ἐπὶ τὰς ἀνθρωπίνας χρείας, δηλ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Πλουτ. Ἠθ. 416F·- Παθ., σύρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταβιβάζομαι, τὰ κατασπώμενα ἀντίθετ. κἀνασπώμενα, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος ἐκ τῆς κινήσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς Ἀλκίφρ. 3. 3, πρβλ. καταβάλλειν ὀφρῦς καὶ συνάγειν, ἀντίθετ. τῷ αἴρειν, ἐπαίρειν, ἀνατείνειν ὀφρῦς·- ὀφρύες κατεσπασμέναι, ἐπὶ τοῦ συνωφρυωμένου ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9. 1· κατασπᾶσθαι ἐς [[ὕπνον]], ἐς δάκρυα καταφέρεσθαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλογ. 2, 2, Ἀνάχ. 23. 2) Παθ., ὀλίγον [[μεταβάλλω]] τὴν θέσιν μου, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 847, 849· συσπῶμαι, [[πάσχω]] ἐκ σπασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1096. ΙΙ. [[προκαλῶ]], διευκολύνω, [[καταβιβάζω]], τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 1202Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24· ὁμοίως παθητ., κατασπᾶται τὰ γυν. ἢ χαλᾶται, ἀντίθ. τῷ ἀνασπᾶσθαι, Ἱππ. 619. 44·- [[σύρω]] ἔξω, [[ἐξάγω]], τὸ λουτρὸν κ. χυμοὺς Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· «κατασπᾶν· χαλᾶν» Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]], Λατ. deglutire, διπλάσιον κατέσπακας Ἀριστοφ. Ἱππ. 718, Βάτρ. 576, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατ.» 1. 13. IV. [[καταστρέφω]], [[κρημνίζω]], τὴν Σμύρναν Στράβ. 646, πρβλ. [[πόλις]] κατεσπασμένη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου 759· κ. τὰς τάξεις, διασπῶ, Πολύβ. 1. 40, 13· κ. τὴν φωνήν, χαμηλώνειν, ἀντίθ. ἀνάγειν εἰς τοὺς ὀξυτάτους φθόγγους, Ὀρειβάσ. 93, Matth.· ἢ [[προφέρω]] ὡς βραχύ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 282.- Πρβλ. [[κατασπεύδω]].
|elnltext=κατα-σπάω naar beneden trekken, met acc.:; κατασπᾶν τὰς πεντεκοντέρους de pentekonters in zee trekken Hdt. 1.164.3; pass.:; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη de veldtekens werden neergehaald Thuc. 1.63.2; κατεσπάσθη ἀπὸ τοῦ ἵππου hij werd van zijn paard getrokken Xen. An. 1.9.6; overdr.: brengen tot:; εἰς δάκρυα κατασπῶντο zij werden tot tranen geroerd Luc. 37.23; εἰς ὕπνον κατεσπάσθην ik werd door slaap overmand Luc. 78.2.2; met acc. en gen. v. lichaamsdeel ( iem. ) trekken aan:. τῶν τριχῶν τινα iem. aan de haren trekken Aristoph. Lys. 725; τινὰ τοῦ ποδός iem. aan zijn voet trekken Luc. 77.21. opschrokken:. τὰς χόλικας κατέσπασας jij hebt mijn pensen opgeschrokt Aristoph. Ran. 576. geneesk. verschuiven (van botten); pass. kramp hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασπάω:''' (πᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[стаскивать]] (τινα τῶν [[τριχῶν]] Arph.; τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; τινα τοῦ ποδός Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[стаскивать]] (спускать) на воду (τὰς [[νῆας]] Her.; πολλὰς τῶν [[τριήρων]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. [[κάτω]] Arst.) тянуть книзу, оттягивать (μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] Plut.): τὰ κατασπώμενα καὶ τὰ ἀνασπώμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. опущенные и поднятые члены тела (у статуй); τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. знамена (в знак поражения) опустились; ὀφρύες κατεσπασμέναι Arst. нахмуренные брови; κατασπᾶσθαι ἐς [[ὕπνον]] Luc. чувствовать непреодолимое желание спать;<br /><b class="num">4)</b> [[проглатывать]] (τὰς χόλικας Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[опрокидывать]], [[расстраивать]], [[разбивать]] (τὰς τάξεις Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> pass. [[чувствовать влечение]] (ἐπὶ τὰς μεγάλας πράξεις Plut.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] προς τα [[κάτω]], κ. [[τὰς]] [[νῆας]], [[ρυμουλκώ]] καράβια προς τη [[θάλασσα]], [[καθέλκω]], σε Ηρόδ.· <i>κ. σημεῖα</i>, [[κατεβάζω]] τις σημαίες (ως [[ένδειξη]] ήττας), σε Θουκ.· <i>κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πίνω]] [[μονορούφι]] ή [[καταπίνω]] [[μονομιάς]], Λατ. deglutire, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] προς τα [[κάτω]], κ. [[τὰς]] [[νῆας]], [[ρυμουλκώ]] καράβια προς τη [[θάλασσα]], [[καθέλκω]], σε Ηρόδ.· <i>κ. σημεῖα</i>, [[κατεβάζω]] τις σημαίες (ως [[ένδειξη]] ήττας), σε Θουκ.· <i>κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πίνω]] [[μονορούφι]] ή [[καταπίνω]] [[μονομιάς]], Λατ. deglutire, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασπάω:''' (πᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[стаскивать]] (τινα τῶν [[τριχῶν]] Arph.; τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; τινα τοῦ ποδός Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[стаскивать]] (спускать) на воду (τὰς [[νῆας]] Her.; πολλὰς τῶν [[τριήρων]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. [[κάτω]] Arst.) тянуть книзу, оттягивать (μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] Plut.): τὰ κατασπώμενα καὶ τὰ ἀνασπώμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. опущенные и поднятые члены тела (у статуй); τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. знамена (в знак поражения) опустились; ὀφρύες κατεσπασμέναι Arst. нахмуренные брови; κατασπᾶσθαι ἐς [[ὕπνον]] Luc. чувствовать непреодолимое желание спать;<br /><b class="num">4)</b> [[проглатывать]] (τὰς χόλικας Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[опрокидывать]], [[расстраивать]], [[разбивать]] (τὰς τάξεις Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> pass. [[чувствовать влечение]] (ἐπὶ τὰς μεγάλας πράξεις Plut.).
|lstext='''κατασπάω''': μέλλ. -άσω ᾰ, [[ἕλκω]] ἢ [[σύρω]] δυνατὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], μολυβδὶς [[ὥστε]] [[δίκτυον]] κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· κατασπᾶν τινα τῶν τριχῶν, «τραβῶ τινα [[κάτω]] ἀπὸ τὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Λυσ. 725· τινα τοῦ σκέλους Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασ.» 2· κατέσπασα αὐτὸν τοῦ ποδὸς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· «[[γάλα]] κ. καὶ ἐφέλκειν ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ.· καὶ ὁ [[καρπὸς]] [[γάλα]] κ. ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος Διοσκ. 3. 134· κ. τὰς νῆας, ἐκ τῆς ξηρᾶς [[καθέλκω]] πλοῖα, τὰ «[[ῥίπτω]]» εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 1. 164, κατασπάσαντες τὰς [[ναῦς]] ἔπλεον 7. 193· κ. σημεῖα, [[καταβιβάζω]] (εἰς ἔνδειξιν ἥττης), Θουκ. 1. 63· ἢ παθητ., ἡ [[νίκη]] ἐγένετο καὶ κατεσπάσθη τὰ σημεῖα, ἀντίθ. ἤρθη τὰ σημεῖα, εἰς ἔνδειξιν τοῦ νὰ ἀρχίσωσι τὴν μάχην, ὁ αὐτ. 1, 49· κ. τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου ἢ κατεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· καὶ μεταφορ., κατασπᾶν τὸν θεὸν ἐπὶ τὰς ἀνθρωπίνας χρείας, δηλ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Πλουτ. Ἠθ. 416F·- Παθ., σύρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταβιβάζομαι, τὰ κατασπώμενα ἀντίθετ. κἀνασπώμενα, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος ἐκ τῆς κινήσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς Ἀλκίφρ. 3. 3, πρβλ. καταβάλλειν ὀφρῦς καὶ συνάγειν, ἀντίθετ. τῷ αἴρειν, ἐπαίρειν, ἀνατείνειν ὀφρῦς·- ὀφρύες κατεσπασμέναι, ἐπὶ τοῦ συνωφρυωμένου ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9. κατασπᾶσθαι ἐς [[ὕπνον]], ἐς δάκρυα καταφέρεσθαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλογ. 2, 2, Ἀνάχ. 23. 2) Παθ., ὀλίγον [[μεταβάλλω]] τὴν θέσιν μου, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 847, 849· συσπῶμαι, [[πάσχω]] ἐκ σπασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1096. ΙΙ. [[προκαλῶ]], διευκολύνω, [[καταβιβάζω]], τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 1202Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24· ὁμοίως παθητ., κατασπᾶται τὰ γυν. ἢ χαλᾶται, ἀντίθ. τῷ ἀνασπᾶσθαι, Ἱππ. 619. 44·- [[σύρω]] ἔξω, [[ἐξάγω]], τὸ λουτρὸν κ. χυμοὺς Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· «κατασπᾶν· χαλᾶν» Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]], Λατ. deglutire, διπλάσιον κατέσπακας Ἀριστοφ. Ἱππ. 718, Βάτρ. 576, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατ.» 1. 13. IV. [[καταστρέφω]], [[κρημνίζω]], τὴν Σμύρναν Στράβ. 646, πρβλ. [[πόλις]] κατεσπασμένη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου 759· κ. τὰς τάξεις, διασπῶ, Πολύβ. 1. 40, 13· κ. τὴν φωνήν, χαμηλώνειν, ἀντίθ. ἀνάγειν εἰς τοὺς ὀξυτάτους φθόγγους, Ὀρειβάσ. 93, Matth.· ἢ [[προφέρω]] ὡς βραχύ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 282.- Πρβλ. [[κατασπεύδω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σπάω naar beneden trekken, met acc.:; κατασπᾶν τὰς πεντεκοντέρους de pentekonters in zee trekken Hdt. 1.164.3; pass.:; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη de veldtekens werden neergehaald Thuc. 1.63.2; κατεσπάσθη ἀπὸ τοῦ ἵππου hij werd van zijn paard getrokken Xen. An. 1.9.6; overdr.: brengen tot:; εἰς δάκρυα κατασπῶντο zij werden tot tranen geroerd Luc. 37.23; εἰς ὕπνον κατεσπάσθην ik werd door slaap overmand Luc. 78.2.2; met acc. en gen. v. lichaamsdeel ( iem. ) trekken aan:. τῶν τριχῶν τινα iem. aan de haren trekken Aristoph. Lys. 725; τινὰ τοῦ ποδός iem. aan zijn voet trekken Luc. 77.21. opschrokken:. τὰς χόλικας κατέσπασας jij hebt mijn pensen opgeschrokt Aristoph. Ran. 576. geneesk. verschuiven (van botten); pass. kramp hebben.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] or [[pull]] [[down]], κ. τὰς [[νῆας]] to [[haul]] ships [[down]] to the sea, Hdt.; κ. σημεῖα to [[pull]] the flags [[down]] (in token of [[defeat]]), Thuc.; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[quaff]] or [[swallow]] [[down]], Lat. deglutire, Ar.
|mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] or [[pull]] [[down]], κ. τὰς [[νῆας]] to [[haul]] ships [[down]] to the sea, Hdt.; κ. σημεῖα to [[pull]] the flags [[down]] (in token of [[defeat]]), Thuc.; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[quaff]] or [[swallow]] [[down]], Lat. deglutire, Ar.
}}
}}