Anonymous

πέζα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] ἡ, 1) der Fuß, ursprünglich dor. u. arkad. statt [[πούς]], nach Poll. 2, 192 τὸ ὑπὸ τῇ κνήμῃ [[μέρος]], vgl. Galen.; [[μέχρι]] πέζης, Strat. 18 (XII, 176); s. die compp., wie ἀργυρόπεζος. – Gew. übtr. das Unterste, Aeußerste eines jeden Körpers, ἐπὶ ῥυμῷ, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, am äußersten Vorderende der Deichsel, Il. 24, 272. – 2) am Kleide, der Saum, Vorstoß, Ap. Rh. 4, 46 Antp. Sid. 23 (VI, 287); vgl. Poll. 7, 51. – 3) ein Fischernetz, Opp. Hal. 3, 83.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] ἡ, 1) der Fuß, ursprünglich dor. u. arkad. statt [[πούς]], nach Poll. 2, 192 τὸ ὑπὸ τῇ κνήμῃ [[μέρος]], vgl. Galen.; [[μέχρι]] πέζης, Strat. 18 (XII, 176); s. die compp., wie ἀργυρόπεζος. – Gew. übtr. das Unterste, Aeußerste eines jeden Körpers, ἐπὶ ῥυμῷ, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, am äußersten Vorderende der Deichsel, Il. 24, 272. – 2) am Kleide, der Saum, Vorstoß, Ap. Rh. 4, 46 Antp. Sid. 23 (VI, 287); vgl. Poll. 7, 51. – 3) ein Fischernetz, Opp. Hal. 3, 83.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> cheville du pied;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> extrémité <i>ou</i> bord extrême (du timon);<br /><b>2</b> bordure <i>en gén.</i> ; lisière d'un chemin.<br />'''Étymologie:''' p. *πέδjα, de la R. Πεδ, marcher ; cf. [[πούς]], [[πέδη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέζᾰ''': -ης, -ἡ, λέγεται ὅτι [[εἶναι]] Δωρ. καὶ Ἀρκαδ. ἀντὶ [[πούς]], Ζηνόδοτος μὲν οὖν ἐν ταῖς ἐθνικαῖς λέξεσι, πέζαν φησὶ τὸν [[πόδα]] καλεῖν Ἀρκάδας καὶ Δωριεῖς Γαλην. Ἐξήγ. Ἱπποκρ. γλωσσῶν 540, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ὡς σημαῖνον ἢ τὸ [[πεδίον]] καλούμενον τοῦ ποδός, ἢ τὰ σφυρά, Ἱππ. [[αὐτόθι]], Πολυδ. Β΄, 192· πρὸς πέζῃ ποδὸς Παυσ. 5. 11, 2, πρβλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 176· οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι [[μάλιστα]] Ἱππ. 662. 45· πρβλ. καὶ Γαλην. ἔνθ’ ἀνωτ.· - π. [[περίσφυρος]] ἐν Ἀνθ. Π. 6. 211, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀντὶ τοῦ [[πέδη]], περισφύριον [[κόσμημα]]. ΙΙ. τὸ [[ἄκρον]] πράγματός τινος, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ πρὸς τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]], Ἰλ. Ω. 272. 2) ἡ [[ἄκρα]] οἵου [[δήποτε]] πράγματος, π.χ τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 46, Ἀνθ. Π. 6. 287· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ παραλία, αἰγιαλὸς, Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Ἑρμησιάναξ παρ’ Ἀθην. 597D· ἐπὶ χώρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1258, πρβλ. Διον. Π. 61· εἰσόδου π. στενὴ Λουκ. Τραγῳδοποδάγρ. 239· ἐπὶ ὄρους, Διον. Π. 535. ΙΙΙ. στρογγύλον τι [[δίκτυον]], «πεζόβολος» Ὀππ. Ἁλ. 3. 83.
|lstext='''πέζᾰ''': -ης, -ἡ, λέγεται ὅτι [[εἶναι]] Δωρ. καὶ Ἀρκαδ. ἀντὶ [[πούς]], Ζηνόδοτος μὲν οὖν ἐν ταῖς ἐθνικαῖς λέξεσι, πέζαν φησὶ τὸν [[πόδα]] καλεῖν Ἀρκάδας καὶ Δωριεῖς Γαλην. Ἐξήγ. Ἱπποκρ. γλωσσῶν 540, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ὡς σημαῖνον ἢ τὸ [[πεδίον]] καλούμενον τοῦ ποδός, ἢ τὰ σφυρά, Ἱππ. [[αὐτόθι]], Πολυδ. Β΄, 192· πρὸς πέζῃ ποδὸς Παυσ. 5. 11, 2, πρβλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 176· οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι [[μάλιστα]] Ἱππ. 662. 45· πρβλ. καὶ Γαλην. ἔνθ’ ἀνωτ.· - π. [[περίσφυρος]] ἐν Ἀνθ. Π. 6. 211, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀντὶ τοῦ [[πέδη]], περισφύριον [[κόσμημα]]. ΙΙ. τὸ [[ἄκρον]] πράγματός τινος, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ πρὸς τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]], Ἰλ. Ω. 272. 2) ἡ [[ἄκρα]] οἵου [[δήποτε]] πράγματος, π.χ τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 46, Ἀνθ. Π. 6. 287· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ παραλία, αἰγιαλὸς, Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Ἑρμησιάναξ παρ’ Ἀθην. 597D· ἐπὶ χώρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1258, πρβλ. Διον. Π. 61· εἰσόδου π. στενὴ Λουκ. Τραγῳδοποδάγρ. 239· ἐπὶ ὄρους, Διον. Π. 535. ΙΙΙ. στρογγύλον τι [[δίκτυον]], «πεζόβολος» Ὀππ. Ἁλ. 3. 83.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> cheville du pied;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> extrémité <i>ou</i> bord extrême (du timon);<br /><b>2</b> bordure <i>en gén.</i> ; lisière d'un chemin.<br />'''Étymologie:''' p. *πέδjα, de la R. Πεδ, marcher ; cf. [[πούς]], [[πέδη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth