Anonymous

καταρρινάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katarrina/w
|Beta Code=katarrina/w
|Definition=or καταρριζ-έω, (ῥίνη) [[file down]], [[make thin]], ἰσχναίνων καὶ καταρινῶν τὰ συγκρίματα Antyll. ap. Stob.4.37.16: metaph., <b class="b3">κατερρινημένον τι λέγειν</b> [[polished]], [[elegant]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>901</span>; of men, <b class="b3">βραχίον' εὖ κατερρινημένους</b>, i. e. [[having had all superfluous flesh worked off]], <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>747</span> ([[κατερρινωμένους]] [[covered with shields]], Wellauer; cf. κατερρινωμένον· [[καταπεπυκασμένον]], [[καταδεδερματωμένον]], Hsch.).
|Definition=or καταρριζ-έω, (ῥίνη) [[file down]], [[make thin]], ἰσχναίνων καὶ καταρινῶν τὰ συγκρίματα Antyll. ap. Stob.4.37.16: metaph., <b class="b3">κατερρινημένον τι λέγειν</b> [[polished]], [[elegant]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>901</span>; of men, <b class="b3">βραχίον' εὖ κατερρινημένους</b>, i. e. [[having had all superfluous flesh worked off]], <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>747</span> ([[κατερρινωμένους]] [[covered with shields]], Wellauer; cf. κατερρινωμένον· [[καταπεπυκασμένον]], [[καταδεδερματωμένον]], Hsch.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />travailler avec la lime, <i>càd</i> travailler avec art, <i>particul.</i> rendre ferme, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥινάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρῑνάω''': ἢ -ἐω, ([[ῥίνη]]) ῥινίζων [[κατατρίβω]], καταξέων [[φθείρω]], [[λεπτύνω]], ἰσχναίνων καὶ καταρρινῶν τὰ συγκρίματα Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 2·- μεταφορ., κατερρινημένον τι λέγειν, κομψόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 901· «τὸ κατερρινημένον, τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον [[ὥστε]] [[μηδὲ]] διαιρεῖσθαι ἐπιτήδειον [[εἶναι]]» Φρύν. ἐν Βεκκήρ. Ἀνεκδ.· ἰσχναὶ καὶ κατ. ἔννοιαι Κύριλλ. ἐπὶ ἀνθρώπων, βραχίον’ εὖ κατερρινημένους, ἀποβαλόντας πᾶσαν τὴν περιττὴν σάρκα διὰ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749 (ὁ Well. κατερρινωμένους, κεκαλυμμένους μὲ ἀσπίδας, ἐκ τοῦ γλωσσήματος τοῦ Ἡσυχ.)· «κατερρινημένοις· εὐτελέσιν ἢ κατεξεσμένοις. [[ῥίνη]] γὰρ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ᾧ ῥινοῦσιν» Σουΐδ.
|lstext='''καταρρῑνάω''': ἢ -ἐω, ([[ῥίνη]]) ῥινίζων [[κατατρίβω]], καταξέων [[φθείρω]], [[λεπτύνω]], ἰσχναίνων καὶ καταρρινῶν τὰ συγκρίματα Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 2·- μεταφορ., κατερρινημένον τι λέγειν, κομψόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 901· «τὸ κατερρινημένον, τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον [[ὥστε]] [[μηδὲ]] διαιρεῖσθαι ἐπιτήδειον [[εἶναι]]» Φρύν. ἐν Βεκκήρ. Ἀνεκδ.· ἰσχναὶ καὶ κατ. ἔννοιαι Κύριλλ. ἐπὶ ἀνθρώπων, βραχίον’ εὖ κατερρινημένους, ἀποβαλόντας πᾶσαν τὴν περιττὴν σάρκα διὰ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749 (ὁ Well. κατερρινωμένους, κεκαλυμμένους μὲ ἀσπίδας, ἐκ τοῦ γλωσσήματος τοῦ Ἡσυχ.)· «κατερρινημένοις· εὐτελέσιν ἢ κατεξεσμένοις. [[ῥίνη]] γὰρ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ᾧ ῥινοῦσιν» Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />travailler avec la lime, <i>càd</i> travailler avec art, <i>particul.</i> rendre ferme, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥινάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm