Anonymous

καταρρινάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />travailler avec la lime, <i>càd</i> travailler avec art, <i>particul.</i> rendre ferme, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥινάω]].
|btext=-ῶ :<br />travailler avec la lime, <i>càd</i> travailler avec art, <i>particul.</i> rendre ferme, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥινάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταρρῑνάω''': ἢ -ἐω, ([[ῥίνη]]) ῥινίζων [[κατατρίβω]], καταξέων [[φθείρω]], [[λεπτύνω]], ἰσχναίνων καὶ καταρρινῶν τὰ συγκρίματα Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 2·- μεταφορ., κατερρινημένον τι λέγειν, κομψόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 901· «τὸ κατερρινημένον, τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον [[ὥστε]] [[μηδὲ]] διαιρεῖσθαι ἐπιτήδειον [[εἶναι]]» Φρύν. ἐν Βεκκήρ. Ἀνεκδ.· ἰσχναὶ καὶ κατ. ἔννοιαι Κύριλλ. ἐπὶ ἀνθρώπων, βραχίον’ εὖ κατερρινημένους, ἀποβαλόντας πᾶσαν τὴν περιττὴν σάρκα διὰ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749 (ὁ Well. κατερρινωμένους, κεκαλυμμένους μὲ ἀσπίδας, ἐκ τοῦ γλωσσήματος τοῦ Ἡσυχ.)· «κατερρινημένοις· εὐτελέσιν ἢ κατεξεσμένοις. [[ῥίνη]] γὰρ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ᾧ ῥινοῦσιν» Σουΐδ.
|elnltext=καταρρινάω of καταρρινέω [κατά, ῥίνη] afvijlen, afschrapen: overdr. verfijnen:. κατερρινημένον τι λέγειν iets geraffineerds zeggen Aristoph. Ran. 901.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρῑνάω:''' [[опиливать]], [[шлифовать]], [[отделывать]]: ἀστεῖόν τι καὶ κατεροινημένον Arph. тонкость и изящество.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρῑνάω:''' ή -έω ([[ῥίνη]]), [[λιμάρω]], [[λειαίνω]]· μεταφ., <i>καταρρινημένον τι</i>, [[λείος]], [[στιλπνός]], [[κομψός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταρρῑνάω:''' ή -έω ([[ῥίνη]]), [[λιμάρω]], [[λειαίνω]]· μεταφ., <i>καταρρινημένον τι</i>, [[λείος]], [[στιλπνός]], [[κομψός]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρρῑνάω:''' [[опиливать]], [[шлифовать]], [[отделывать]]: ἀστεῖόν τι καὶ κατεροινημένον Arph. тонкость и изящество.
|lstext='''καταρρῑνάω''': ἢ -ἐω, ([[ῥίνη]]) ῥινίζων [[κατατρίβω]], καταξέων [[φθείρω]], [[λεπτύνω]], ἰσχναίνων καὶ καταρρινῶν τὰ συγκρίματα Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 2·- μεταφορ., κατερρινημένον τι λέγειν, κομψόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 901· «τὸ κατερρινημένον, τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον [[ὥστε]] [[μηδὲ]] διαιρεῖσθαι ἐπιτήδειον [[εἶναι]]» Φρύν. ἐν Βεκκήρ. Ἀνεκδ.· ἰσχναὶ καὶ κατ. ἔννοιαι Κύριλλ. ἐπὶ ἀνθρώπων, βραχίον’ εὖ κατερρινημένους, ἀποβαλόντας πᾶσαν τὴν περιττὴν σάρκα διὰ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749 (ὁ Well. κατερρινωμένους, κεκαλυμμένους μὲ ἀσπίδας, ἐκ τοῦ γλωσσήματος τοῦ Ἡσυχ.)· «κατερρινημένοις· εὐτελέσιν ἢ κατεξεσμένοις. [[ῥίνη]] γὰρ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ᾧ ῥινοῦσιν» Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταρρινάω of καταρρινέω [κατά, ῥίνη] afvijlen, afschrapen: overdr. verfijnen:. κατερρινημένον τι λέγειν iets geraffineerds zeggen Aristoph. Ran. 901.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -έω fut. ήσω [[ῥίνη]]<br />to [[file]] [[down]]:— metaph., κατερρινημένον τι [[polished]], [[elegant]], Ar.
|mdlsjtxt=or -έω fut. ήσω [[ῥίνη]]<br />to [[file]] [[down]]:— metaph., κατερρινημένον τι [[polished]], [[elegant]], Ar.
}}
}}