Anonymous

καινουργέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] neu machen; σαγήνην Alciphr. 3, 3; neuern, Neuerungen anfangen, bes. im Staate, tadelnd, Eur. I. A. 2. 838; περὶ τοὺς μισθοφόρους Xen. Hell. 6, 2, 16, wie Luc. Prom. 6; εὐχρηστίας
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] neu machen; σαγήνην Alciphr. 3, 3; neuern, Neuerungen anfangen, bes. im Staate, tadelnd, Eur. I. A. 2. 838; περὶ τοὺς μισθοφόρους Xen. Hell. 6, 2, 16, wie Luc. Prom. 6; εὐχρηστίας
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire <i>ou</i> produire pour la première fois, innover : [[τί]] δὲ καινουργεῖς ; EUR que médites-tu de nouveau ?;<br /><b>2</b> faire qch d'étrange : κ. λόγον prononcer d'étranges paroles.<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καινουργέω''': [[κατασκευάζω]] ἐκ νέου, λαβεῖν χρυσίνους τέτταρας, ἐξ ὧν [[αὖθις]] καινουργῆσαί μοι τὴν σαγήνην ὑπάρξειεν Ἀλκίφρων 3. 3. 2) [[ἀρχίζω]] τι νέον [[πρᾶγμα]], [[ἀρχίζω]] νὰ [[κάμνω]] τι [[νεωστί]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τί καινουργεῖς; τί νέον σχέδιον μελετᾷς; Εὐρ. Ι. Α. 2· [[καινουργέω]] λόγον, ὁμιλῶ νέους, παραδόξους λόγους, [[αὐτόθι]] 838· ἐπὶ τὸ καινουργεῖν φέρου, κάμνε τι νέον, ἀσύνηθες, πρωτοφανές, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀλκήστιδι» 1· [[κάμνω]] νεωτερισμούς, [[νεωτερίζω]], [[περί]] τι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 16, πρβλ. Διον. Ἁλ. 11. 21: - Παθ., τὰ καινουργούμενα, πᾶσα πρὸς μεταβολὴν ἢ ἀλλοίωσιν [[ἐπιχείρησις]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 12.
|lstext='''καινουργέω''': [[κατασκευάζω]] ἐκ νέου, λαβεῖν χρυσίνους τέτταρας, ἐξ ὧν [[αὖθις]] καινουργῆσαί μοι τὴν σαγήνην ὑπάρξειεν Ἀλκίφρων 3. 3. 2) [[ἀρχίζω]] τι νέον [[πρᾶγμα]], [[ἀρχίζω]] νὰ [[κάμνω]] τι [[νεωστί]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τί καινουργεῖς; τί νέον σχέδιον μελετᾷς; Εὐρ. Ι. Α. 2· [[καινουργέω]] λόγον, ὁμιλῶ νέους, παραδόξους λόγους, [[αὐτόθι]] 838· ἐπὶ τὸ καινουργεῖν φέρου, κάμνε τι νέον, ἀσύνηθες, πρωτοφανές, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀλκήστιδι» 1· [[κάμνω]] νεωτερισμούς, [[νεωτερίζω]], [[περί]] τι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 16, πρβλ. Διον. Ἁλ. 11. 21: - Παθ., τὰ καινουργούμενα, πᾶσα πρὸς μεταβολὴν ἢ ἀλλοίωσιν [[ἐπιχείρησις]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire <i>ou</i> produire pour la première fois, innover : [[τί]] δὲ καινουργεῖς ; EUR que médites-tu de nouveau ?;<br /><b>2</b> faire qch d'étrange : κ. λόγον prononcer d'étranges paroles.<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm