Anonymous

κωτίλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1547.png Seite 1547]] [[schwatzen]], plaudern, mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, [[kosen]]; αἱμύλα κωτίλλειν, von den Schmeichelreden eines buhlerischen Weibes, Hes. O. 376; μαλθακὰ κωτίλλειν, glatte Worte plaudern, Theogn. 850; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phocyl. bei Ath. X, 428 b; ἑλικτὰ κωτίλλουσ' ἔπη Lycophr. 1466; ἀνήνυτα Theocr. 15, 87; καὶ λιγαίνειν D. Hal. de vi Dem. 44; – τινά, [[beschwatzen]], durch Geschwätz betrügen, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν, geschickt beschwatzte er den Feind, Theogn. 363; – μὴ κώτιλλέ με, belästige mich nicht mit deinem Geschwätz, Soph. Ant. 752.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1547.png Seite 1547]] [[schwatzen]], plaudern, mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, [[kosen]]; αἱμύλα κωτίλλειν, von den Schmeichelreden eines buhlerischen Weibes, Hes. O. 376; μαλθακὰ κωτίλλειν, glatte Worte plaudern, Theogn. 850; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phocyl. bei Ath. X, 428 b; ἑλικτὰ κωτίλλουσ' ἔπη Lycophr. 1466; ἀνήνυτα Theocr. 15, 87; καὶ λιγαίνειν D. Hal. de vi Dem. 44; – τινά, [[beschwatzen]], durch Geschwätz betrügen, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν, geschickt beschwatzte er den Feind, Theogn. 363; – μὴ κώτιλλέ με, belästige mich nicht mit deinem Geschwätz, Soph. Ant. 752.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> jaser, babiller;<br /><b>II. 1</b> amuser par son babil, cajoler, séduire, acc.;<br /><b>2</b> fatiguer de son bavardage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κωτίλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κωτίλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· [[οὕτως]], ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.
|lstext='''κωτίλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· [[οὕτως]], ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> jaser, babiller;<br /><b>II. 1</b> amuser par son babil, cajoler, séduire, acc.;<br /><b>2</b> fatiguer de son bavardage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κωτίλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml