3,276,318
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τίθημι]]), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' [[οὔτι]] τόσον κέλαδον μετέθηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέθην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεθέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μεταθείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιθέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων [[οὐδέν]] τι μετέθηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε [[κέρδος]] μετατιθέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ [[κέρδος]] μεταποιῶν; ταχὺς μετέθου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίθεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταθώμεθα Plat. Rep. I, 334 e, [[ὕστερον]] γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίθεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορθοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταθέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τίθημι]]), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' [[οὔτι]] τόσον κέλαδον μετέθηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέθην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεθέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μεταθείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιθέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων [[οὐδέν]] τι μετέθηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε [[κέρδος]] μετατιθέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ [[κέρδος]] μεταποιῶν; ταχὺς μετέθου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίθεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταθώμεθα Plat. Rep. I, 334 e, [[ὕστερον]] γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίθεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορθοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταθέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεταθήσω, <i>ao.</i> μετέθηκα, <i>ao.2</i> μετέθην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> placer entre <i>ou</i> auprès ; apporter, acc.;<br /><b>II.</b> changer de place, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> mettre une chose à la place d'une autre ; échanger : [[τι]] [[ἀντί]] τινος une chose pour une autre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> transformer, rendre meilleur ; <i>Pass.</i> être amélioré, avoir de meilleurs sentiments;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετατίθεμαι;<br /><b>1</b> changer, échanger : τὰ εἰρημένα XÉN répudier <i>ou</i> rétracter son langage ; τὴν γνώμην HDT changer d'avis, de résolution;<br /><b>2</b> changer, transformer <i>en gén.</i> : νόμους XÉN des lois ; τὸ [[κακόν]] τινι [[κέρδος]] SOPH le mal en un gain pour qqn (« le malheur des uns fait le bonheur des autres »);<br /><b>3</b> prendre en échange.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τίθημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετατίθημι''': μέλλ. -θήσω· Ι. [[τίθημι]] ἔν τινι, τῷ κ’ [[οὔτι]] τόσον κέλαδον μετέθηκεν (διάφ. γραφ. μεθέηκεν), «[[ἤγουν]] οὐκ ἂν τοσοῦτον θόροβον ἐνῆκεν ἡμῖν» (Εὐστ.) Ὀδ. Σ. 402. ΙΙ. [[τίθημι]] [[διαφόρως]], 1) ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, μεταθέτω, εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Πλάτ. Συμπ. 191Β, C· εἰς βελτίω τόπον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903C. - Παθ., Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 16, κ. ἀλλ.· ἐν τῇ λογικῇ, ἐπὶ προτάσεως, μετατίθεμαι [[ἤτοι]] μεταστρέφομαι (ὡς τὸ [[ἀντιστρέφω]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 45, 10. 2) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, ἐπὶ συνθηκῶν, Θουκ. 5. 18· τὸ νῦν ῥηθὲν Πλάτ. Πολιτ. 297Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6· μ. τινα ἐς πτηνὴν φύσιν Ἀνθ. Π. 11. 367· ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς, μεταβαλὼν τὰς ἐπωνυμίας αὐτῶν (δηλ. τῶν φυλῶν) καὶ δοὺς αὐταῖς ὀνόματα παράγωγα ἐκ χοίρων καὶ ὄνων, οἷα [[εἶναι]] τὰ: Ὑᾶται, Ὀνεᾶται, Χοιρεᾶται, Ἡρόδ. 5. 68· μ. τι [[ἀντί]] τινος, θέτω τι εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 303. 9, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 683Β· διορθώνω, ἐπανορθῶ, Πολύβ. 1. 67, 4. 3) Μέσ., [[μεταβάλλω]] ὅ,τι [[εἶναι]] ἐμὸν ἢ δι’ ἐμαυτόν, μ. τὰ εἰρημένα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· τοὺς νόμους ὁ αὐτ. 4. 4, 14· τὴν δόξαν Δημ. 304. 3· τὸν τρόπον ὁ αὐτ. 450. 21. - ἀπολ., [[μεταβάλλω]] γνώμην, παλινῳδῶ, Πλάτ. Πολ. 345Β, κτλ.· [[ὁπόθεν]] [[Διονύσιος]] ὁ [[Ἡρακλεώτης]] ὁ ἀπὸ τῆς σχολῆς τῶν Στωϊκῶν μεταβὰς εἰς τὴν τῶν Κυρηναϊκῶν ἐκαλεῖτο ὁ μεταθέμενος, Διογ. Λ. 7. 37, 166. β) μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, μεταπηδᾶν εἰς [[ἄλλην]] γνώμην, ἀποδέχεσθαι νέαν γνώμην, Ἡρόδ. 7. 18· (ἀλλὰ μ. τῆς γνώμης, ἀποχωρῶ ἔκ τινος γνώμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 29, πρβλ. Διόδ. 16. 31) μετέθου λύσσαν, ἔχεις μεταβῆ εἰς μανίαν, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 248. μ. τὸ [[ὄνομα]] τὸ νῦν, ἀπεδέξαντο τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] αὐτῶν, Παυσ. 7. 26, 3· - [[ἀλλά]], γ) μ. [τὸν φόβον], ἀπαλλάττομαι [τοῦ φόβου], [[μεταφέρω]] ἀλλαχόσε τὸν φόβον, Δημ. 287. 7· τῇ μισθαρνίᾳ [[ταῦτα]] μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα, μεταφέρων..., ὁ αὐτ. 320. 12. δ) μετ’ ἀπαρεμφ., ἐάν πως οἷός τε ὦ πεῖσαι μεταθέσθαι ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως... ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως... ἔχοντα βίον ἑλέσθαι Πλάτ. Γοργ. 493C. ε) μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε [[κέρδος]] μετατιθέμενος, μεταβάλλων ἢ στρέφων τὰ κακὰ αὐτῶν σχέδια εἰς ὠφέλειαν [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φ. 515. 4) Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, μετετέθην εὐβουλίᾳ Εὐρ. Ι. Λ. 388· μ. ἐς Ρωμαίους, [[μεταβαίνω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τῶν Ρωμαίων, Ἀππ. Ἰβηρ. 17· πρὸς τὴν τῶν Ρωμαίων αἵρεσιν Πολύβ. 26. 2, 6, κτλ. | |lstext='''μετατίθημι''': μέλλ. -θήσω· Ι. [[τίθημι]] ἔν τινι, τῷ κ’ [[οὔτι]] τόσον κέλαδον μετέθηκεν (διάφ. γραφ. μεθέηκεν), «[[ἤγουν]] οὐκ ἂν τοσοῦτον θόροβον ἐνῆκεν ἡμῖν» (Εὐστ.) Ὀδ. Σ. 402. ΙΙ. [[τίθημι]] [[διαφόρως]], 1) ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, μεταθέτω, εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Πλάτ. Συμπ. 191Β, C· εἰς βελτίω τόπον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903C. - Παθ., Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 16, κ. ἀλλ.· ἐν τῇ λογικῇ, ἐπὶ προτάσεως, μετατίθεμαι [[ἤτοι]] μεταστρέφομαι (ὡς τὸ [[ἀντιστρέφω]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 45, 10. 2) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, ἐπὶ συνθηκῶν, Θουκ. 5. 18· τὸ νῦν ῥηθὲν Πλάτ. Πολιτ. 297Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6· μ. τινα ἐς πτηνὴν φύσιν Ἀνθ. Π. 11. 367· ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς, μεταβαλὼν τὰς ἐπωνυμίας αὐτῶν (δηλ. τῶν φυλῶν) καὶ δοὺς αὐταῖς ὀνόματα παράγωγα ἐκ χοίρων καὶ ὄνων, οἷα [[εἶναι]] τὰ: Ὑᾶται, Ὀνεᾶται, Χοιρεᾶται, Ἡρόδ. 5. 68· μ. τι [[ἀντί]] τινος, θέτω τι εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 303. 9, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 683Β· διορθώνω, ἐπανορθῶ, Πολύβ. 1. 67, 4. 3) Μέσ., [[μεταβάλλω]] ὅ,τι [[εἶναι]] ἐμὸν ἢ δι’ ἐμαυτόν, μ. τὰ εἰρημένα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· τοὺς νόμους ὁ αὐτ. 4. 4, 14· τὴν δόξαν Δημ. 304. 3· τὸν τρόπον ὁ αὐτ. 450. 21. - ἀπολ., [[μεταβάλλω]] γνώμην, παλινῳδῶ, Πλάτ. Πολ. 345Β, κτλ.· [[ὁπόθεν]] [[Διονύσιος]] ὁ [[Ἡρακλεώτης]] ὁ ἀπὸ τῆς σχολῆς τῶν Στωϊκῶν μεταβὰς εἰς τὴν τῶν Κυρηναϊκῶν ἐκαλεῖτο ὁ μεταθέμενος, Διογ. Λ. 7. 37, 166. β) μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, μεταπηδᾶν εἰς [[ἄλλην]] γνώμην, ἀποδέχεσθαι νέαν γνώμην, Ἡρόδ. 7. 18· (ἀλλὰ μ. τῆς γνώμης, ἀποχωρῶ ἔκ τινος γνώμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 29, πρβλ. Διόδ. 16. 31) μετέθου λύσσαν, ἔχεις μεταβῆ εἰς μανίαν, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 248. μ. τὸ [[ὄνομα]] τὸ νῦν, ἀπεδέξαντο τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] αὐτῶν, Παυσ. 7. 26, 3· - [[ἀλλά]], γ) μ. [τὸν φόβον], ἀπαλλάττομαι [τοῦ φόβου], [[μεταφέρω]] ἀλλαχόσε τὸν φόβον, Δημ. 287. 7· τῇ μισθαρνίᾳ [[ταῦτα]] μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα, μεταφέρων..., ὁ αὐτ. 320. 12. δ) μετ’ ἀπαρεμφ., ἐάν πως οἷός τε ὦ πεῖσαι μεταθέσθαι ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως... ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως... ἔχοντα βίον ἑλέσθαι Πλάτ. Γοργ. 493C. ε) μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε [[κέρδος]] μετατιθέμενος, μεταβάλλων ἢ στρέφων τὰ κακὰ αὐτῶν σχέδια εἰς ὠφέλειαν [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φ. 515. 4) Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, μετετέθην εὐβουλίᾳ Εὐρ. Ι. Λ. 388· μ. ἐς Ρωμαίους, [[μεταβαίνω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τῶν Ρωμαίων, Ἀππ. Ἰβηρ. 17· πρὸς τὴν τῶν Ρωμαίων αἵρεσιν Πολύβ. 26. 2, 6, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |