Anonymous

καταρτύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "υῑa" to "υῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1376.png Seite 1376]] zubereiten, zurichten, eigtl. von Speisen, bes. = stark mit Gewürzen versehen; κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους Luc. hist. conscrib. 45. – Uebh. einrichten, in Ordnung bringen; ὡς πρὸς τί λέξων ἢ καταρτύσων [[μολεῖν]] Soph. O. C. 71, veranlassen; ἵππους καταρτυθέντας Ant. 474, gebändigte, gezähmte Pferde; Plat, Legg. XII, 808 d [[παῖς]] ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν [[μήπω]] κατηρτυμένην; Men. δδ b μετὰ νοῦ καὶ μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα ὠφέλιμα; Sp., wie Plut. Sert. 27 οὐ [[νέας]] φρενὸς ἀλλ' εὖ [[μάλα]] βεβηκυίας καὶ κατηρτυμένης, erziehen. – Intrans., κατηρτυκώς, heißen Pferde u. Esel, wenn sie geschichtet u. alle Milchzähne gewechselt haben, also vollständig ausgewachsen sind, VLL., bes. B. A. 105. Übertr. von Menschen, Aesch. Eum. 451, wo Schol. erkl. [[τέλειος]] τὴν ἡλικίαν; Eur. κατηρτυκὼς κακῶν, gewöhnt an Unglück, durch Unglück gebildet, frg. Aeol. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1376.png Seite 1376]] zubereiten, zurichten, eigtl. von Speisen, bes. = stark mit Gewürzen versehen; κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους Luc. hist. conscrib. 45. – Uebh. einrichten, in Ordnung bringen; ὡς πρὸς τί λέξων ἢ καταρτύσων [[μολεῖν]] Soph. O. C. 71, veranlassen; ἵππους καταρτυθέντας Ant. 474, gebändigte, gezähmte Pferde; Plat, Legg. XII, 808 d [[παῖς]] ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν [[μήπω]] κατηρτυμένην; Men. δδ b μετὰ νοῦ καὶ μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα ὠφέλιμα; Sp., wie Plut. Sert. 27 οὐ [[νέας]] φρενὸς ἀλλ' εὖ [[μάλα]] βεβηκυίας καὶ κατηρτυμένης, erziehen. – Intrans., κατηρτυκώς, heißen Pferde u. Esel, wenn sie geschichtet u. alle Milchzähne gewechselt haben, also vollständig ausgewachsen sind, VLL., bes. B. A. 105. Übertr. von Menschen, Aesch. Eum. 451, wo Schol. erkl. [[τέλειος]] τὴν ἡλικίαν; Eur. κατηρτυκὼς κακῶν, gewöhnt an Unglück, durch Unglück gebildet, frg. Aeol. 19.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer (un plat, une sauce) ; <i>sel. d'autres</i>, assaisonner;<br /><b>2</b> mettre en état convenable, former, préparer, disposer ; former, discipliner : ἵππον χαλινῷ SOPH discipliner par le frein un cheval indocile;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au part. pf.</i> καταρτυκώς) formé, fait <i>en parl. de chevaux ou d'ânes parvenus à leur croissance</i> ; καταρτυκὼς [[ἱκέτης]] suppliant en état de se présenter comme tel, <i>càd</i> qui a rempli toutes les obligations imposées aux suppliants.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρτύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρτύω''': μέλλ. -ύσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], ἰδίως ἐπὶ ἐδεσμάτων, [[ἡδύνω]], «[[μαγειρεύω]]», τοὺς λόγους ἐοικότας τοῖς κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 44. 2) [[καθόλου]], ἀσκῶ, [[ἀνατρέφω]], [[παιδεύω]], τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 38D· μετ’ ἀπαρ., καταρτύσων [[μολεῖν]], παρασκευάσων τὴν ἔλευσίν του, Σοφ. Ο. Κ. 71·- Παθ. ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, καταρτύεται [[νόος]] ἀνδρὸς Σόλων 14. 11· σμικρῷ χαλινῷ δ’ [[οἶδα]]… ἵππους καταρτυθέντας Σοφ. Ἀντ. 478· [[παῖς]] ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν [[οὔπω]] κατηρτυμένην Πλάτ. Νόμ. 808D· μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Μένων 88Β· τὸ πρεσβύτερον καὶ κατηρ. Ἰοῦγκ. π. Στοβ. 598. 22· κ. τὴν φύσιν, ἡμερώνειν, Πλουτ. Ἠθ. 38C· πρβλ. Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68·- [[λέμβος]]… ἐρέταις κατηρτυμένος (-ισμένος;) Ἀλκίφρων 1. 8. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ. κατηρτῡκώς, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ηὐξημένος, ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζῴων τῶν ὁποίων ἔπεσον οἱ πωλικοὶ ὀδόντες (γαλαξίαι), Ἡσύχ., Α. Β. 105 ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεστ., οἱ καταρτύοντες τῶν ἵππων Φιλόστρ. 304)· κ. κάμηλον Πάπυρ. Βερολ. 13. 5· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, Α. Β. 215· μεταφορ., κατηρτυκὼς… [[ἱκέτης]] προσῆλθες, [[τέλειος]] [[ἱκέτης]], ἐκτελέσας πᾶν ὅ,τι [[ἀναγκαῖον]], ἢ καταβεβλημένος ὡς ἡμερωμένος [[ἵππος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 473· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., κατηρτυκὼς κακῶν, ἐλθὼν εἰς τὸ [[τέλος]] τῶν κακῶν ἢ παιδευθείς, καταβληθεὶς ὑπ’ αὐτῶν (subactus miseriis, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Κικέρ.), Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 5· κατηρτυκὼς τῷ σώματι Πάπ. Βερολ. 13, 5· υ [[μακρόν]], πλὴν παρὰ Σόλωνι ἔνθ’ ἀνωτ..
|lstext='''καταρτύω''': μέλλ. -ύσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], ἰδίως ἐπὶ ἐδεσμάτων, [[ἡδύνω]], «[[μαγειρεύω]]», τοὺς λόγους ἐοικότας τοῖς κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 44. 2) [[καθόλου]], ἀσκῶ, [[ἀνατρέφω]], [[παιδεύω]], τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 38D· μετ’ ἀπαρ., καταρτύσων [[μολεῖν]], παρασκευάσων τὴν ἔλευσίν του, Σοφ. Ο. Κ. 71·- Παθ. ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, καταρτύεται [[νόος]] ἀνδρὸς Σόλων 14. 11· σμικρῷ χαλινῷ δ’ [[οἶδα]]… ἵππους καταρτυθέντας Σοφ. Ἀντ. 478· [[παῖς]] ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν [[οὔπω]] κατηρτυμένην Πλάτ. Νόμ. 808D· μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Μένων 88Β· τὸ πρεσβύτερον καὶ κατηρ. Ἰοῦγκ. π. Στοβ. 598. 22· κ. τὴν φύσιν, ἡμερώνειν, Πλουτ. Ἠθ. 38C· πρβλ. Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68·- [[λέμβος]]… ἐρέταις κατηρτυμένος (-ισμένος;) Ἀλκίφρων 1. 8. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ. κατηρτῡκώς, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ηὐξημένος, ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζῴων τῶν ὁποίων ἔπεσον οἱ πωλικοὶ ὀδόντες (γαλαξίαι), Ἡσύχ., Α. Β. 105 ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεστ., οἱ καταρτύοντες τῶν ἵππων Φιλόστρ. 304)· κ. κάμηλον Πάπυρ. Βερολ. 13. 5· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, Α. Β. 215· μεταφορ., κατηρτυκὼς… [[ἱκέτης]] προσῆλθες, [[τέλειος]] [[ἱκέτης]], ἐκτελέσας πᾶν ὅ,τι [[ἀναγκαῖον]], ἢ καταβεβλημένος ὡς ἡμερωμένος [[ἵππος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 473· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., κατηρτυκὼς κακῶν, ἐλθὼν εἰς τὸ [[τέλος]] τῶν κακῶν ἢ παιδευθείς, καταβληθεὶς ὑπ’ αὐτῶν (subactus miseriis, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Κικέρ.), Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 5· κατηρτυκὼς τῷ σώματι Πάπ. Βερολ. 13, 5· υ [[μακρόν]], πλὴν παρὰ Σόλωνι ἔνθ’ ἀνωτ..
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer (un plat, une sauce) ; <i>sel. d'autres</i>, assaisonner;<br /><b>2</b> mettre en état convenable, former, préparer, disposer ; former, discipliner : ἵππον χαλινῷ SOPH discipliner par le frein un cheval indocile;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au part. pf.</i> καταρτυκώς) formé, fait <i>en parl. de chevaux ou d'ânes parvenus à leur croissance</i> ; καταρτυκὼς [[ἱκέτης]] suppliant en état de se présenter comme tel, <i>càd</i> qui a rempli toutes les obligations imposées aux suppliants.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρτύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml