3,277,121
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "υῑa" to "υῖα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταρτύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]], [[ανατρέφω]] («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] στην [[τάξη]], [[διευθετώ]] («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εφοδιάζω]] («[[λέμβος]]... ἐρέταις κατηρτυμένος», Αλκίφρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηρτυκώς</i>, -<i> | |mltxt=[[καταρτύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]], [[ανατρέφω]] («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] στην [[τάξη]], [[διευθετώ]] («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εφοδιάζω]] («[[λέμβος]]... ἐρέταις κατηρτυμένος», Αλκίφρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηρτυκώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i><br />α) ο [[έτοιμος]], ο εντελώς παρασκευασμένος<br />β) (για ζώα) αυτός στον οποίο έχει συντελεστεί η [[ανάπτυξη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «κατηρτυκώς [[ικέτης]]» — αυτός που ως [[ικέτης]] εκτελεί [[καθετί]] το αναγκαίο ή ο [[καταβεβλημένος]] σαν εξημερωμένος [[ίππος]]<br />β) «κατηρτυκώς κακών» — ο τσακισμένος από τις συμφορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[ετοιμάζω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |