Anonymous

πάγκοινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0435.png Seite 435]] Allen gemeinsam, allgemein; [[χώρα]], Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; [[στάσις]], Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0435.png Seite 435]] Allen gemeinsam, allgemein; [[χώρα]], Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; [[στάσις]], Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />commun à tous.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοινός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγκοινος''': -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. [[χώρα]], ἡ [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν [[ἀπέχθημα]] π. βροτοῖς, [[ἀπέχθημα]] κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. [[στάσις]] Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
|lstext='''πάγκοινος''': -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. [[χώρα]], ἡ [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν [[ἀπέχθημα]] π. βροτοῖς, [[ἀπέχθημα]] κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. [[στάσις]] Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />commun à tous.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοινός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater