Anonymous

πάγκοινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />commun à tous.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοινός]].
|btext=ος, ον :<br />commun à tous.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοινός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάγκοινος''': -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. [[χώρα]], [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν [[ἀπέχθημα]] π. βροτοῖς, [[ἀπέχθημα]] κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. [[στάσις]] Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
|elnltext=πάγκοινος -ον [πᾶς, κοινός] gemeenschappelijk, gezamenlijk:. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; wat is dit voor algemene uitspraak die je doet? Soph. Ant. 1049; νοσήματα πάγκοινα epidemische ziekten Hp. Aër. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''πάγκοινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[общий для всех]], [[доступный всем]] ([[χώρα]] Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[присущий всем]], [[всеобщий]]: ἓν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς Eur. предмет ненависти всех людей;<br /><b class="num">3)</b> [[предназначенный для всех]], [[всем предстоящий]] (θεοῦ [[μάστιξ]] π. Aesch.; Ἃιδᾱ π. [[λίμνη]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[весь]], [[целый]]: π. [[στάσις]] Aesch. вся толпа.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πάγκοινος:''' -ον, [[κοινός]] σε όλους, σε Σοφ.· <i>Θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ</i>, δηλ. με θάνατο, σε Αισχύλ.· ἕν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς, [[βδέλυγμα]] μισητό από όλη την [[ανθρωπότητα]], σε Ευρ.· [[πάγκοινος]] [[στάσις]], όλη η [[ομάδα]] μαζί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πάγκοινος:''' -ον, [[κοινός]] σε όλους, σε Σοφ.· <i>Θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ</i>, δηλ. με θάνατο, σε Αισχύλ.· ἕν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς, [[βδέλυγμα]] μισητό από όλη την [[ανθρωπότητα]], σε Ευρ.· [[πάγκοινος]] [[στάσις]], όλη η [[ομάδα]] μαζί, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάγκοινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[общий для всех]], [[доступный всем]] ([[χώρα]] Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[присущий всем]], [[всеобщий]]: ἓν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς Eur. предмет ненависти всех людей;<br /><b class="num">3)</b> [[предназначенный для всех]], [[всем предстоящий]] (θεοῦ [[μάστιξ]] π. Aesch.; Ἃιδᾱ π. [[λίμνη]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[весь]], [[целый]]: π. [[στάσις]] Aesch. вся толпа.
|lstext='''πάγκοινος''': -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. [[χώρα]], [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν [[ἀπέχθημα]] π. βροτοῖς, [[ἀπέχθημα]] κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. [[στάσις]] Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
}}
{{elnl
|elnltext=πάγκοινος -ον [πᾶς, κοινός] gemeenschappelijk, gezamenlijk:. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; wat is dit voor algemene uitspraak die je doet? Soph. Ant. 1049; νοσήματα πάγκοινα epidemische ziekten Hp. Aër. 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj