Anonymous

κυέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] (vgl. κύω), κεκύηκα, D. C. 45, 1, eine Leibesfrucht tragen, sowohl von schwangeren Frauen, ἐκύει φίλον [[υἱόν]], Il. 19, 117, als von trächtigen Thieren, [[βρέφος]] ἡμίονον, von einer Stute, 23, 266; – empfangen, ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Plat. Conv. 203 c, vgl. 209 a; Hippocr.; schwanger werden, sein, στερίφη γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]] Ar. Th. 641, wie Lys. 745. 752; Dem. 43, 75; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.; – bei Plat. übertr., ἦ οὖν ἔτι κυοῦμέν τι καὶ ὠδίνομεν περὶ ἐπιστήμης, Theaet. 210 b, vgl. Conv. 206 c 209 a; – auch pass., im Mutterleibe getragen werden, Legg. VII, 789 a. – Med. gebären, κυήσατο Opp. Cyn. 3, 22; [[μέχρι]] τῶν κυουμένων, bis zur Geburt, Arist. gen. anim. 4, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] (vgl. κύω), κεκύηκα, D. C. 45, 1, eine Leibesfrucht tragen, sowohl von schwangeren Frauen, ἐκύει φίλον [[υἱόν]], Il. 19, 117, als von trächtigen Thieren, [[βρέφος]] ἡμίονον, von einer Stute, 23, 266; – empfangen, ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Plat. Conv. 203 c, vgl. 209 a; Hippocr.; schwanger werden, sein, στερίφη γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]] Ar. Th. 641, wie Lys. 745. 752; Dem. 43, 75; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.; – bei Plat. übertr., ἦ οὖν ἔτι κυοῦμέν τι καὶ ὠδίνομεν περὶ ἐπιστήμης, Theaet. 210 b, vgl. Conv. 206 c 209 a; – auch pass., im Mutterleibe getragen werden, Legg. VII, 789 a. – Med. gebären, κυήσατο Opp. Cyn. 3, 22; [[μέχρι]] τῶν κυουμένων, bis zur Geburt, Arist. gen. anim. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κυήσω <i>et</i> κυήσομαι, <i>ao.</i> ἐκύησα, <i>pf.</i> κεκύηκα;<br />porter dans son sein, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, enfler.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κυέω''': ἀρχαιότερος καὶ ἀττικώτερος [[τύπος]] τοῦ κύω, Ἰλ., Ἀττ.· παρατ. ἐκύουν, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Τ. 117· μέλλ. κυήσω Ἱππ. 598. 43., 676. 54 κἑξ.· καὶ κυήσομαι ὁ αὐτ. 623· ἀόρ. ἐκύησα Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ., κτλ.· πρκμ. κεκύηκα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 22, Δίων Κ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ― Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐκυήθην Πλούτ. 2. 567· πρκμ. κεκύηται Πορφ. π. Ἀπ. Ἐμψ. 1. 54. (Ἐκ τῆς √ΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις κύος, κύω, κυΐσκομαι, κῦμα, κύημα· κύαρ, κύτος, κύσος, κύστις, κύαθος· [[κύλιξ]], [[κύλον]], [[ἐπικυλίδες]], [[κοῖλος]], [[κοιλία]], [[καυλός]]· πρβλ. Σανσκρ. ←vi, ←vayâmi (tumeo)· Λατ. cumulus, cavus, caulis, caelum, cilium· Λιθ. kauls (caulis)· Γοτθ. us-hul-on (λατομεῖν), hul-undi ([[σπήλαιον]])· Ἀρχ. Γερμ. hol ὀπή, Ἀγγλ. hole).) Φέρω ἐν γαστρί, ἐγκυμονῶ, κυοφορῶ, εἶμαι [[ἔγκυος]], Λατ. gestare, ἐκύει φίλον υἱὸν Ἰλ. Τ. 117· ἐπὶ θηλείας ἵππου, [[βρέφος]] ἡμίονον κυέουσα Ψ. 266· ἐν χρήσει ὑπὸ τοῦ Σωκράτους ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κυοῦσι γὰρ πάντες... καὶ κατὰ τὸ [[σῶμα]] καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Συμπ. 206C· ἐκύησε τὸν Ἔρωτα [[αὐτόθι]] 203C· ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης, αἱ σκέψεις ἃς ἐν τῇ κεφαλῇ αὑτοῦ κυοφορεῖ..., ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Β, πρβλ. 210Β· ἃ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κύειν, καὶ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ κυοφορῇ ([[οὕτως]] εἰπεῖν) ἐν ἑαυτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Α· ― Παθ., τὸ κυούμενον, τὸ κυοφορούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Πλάτ. Νόμ. 789Α, Ἐπιν. 973D, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 9, ἀλλ.· ἐπὶ καρπῶν, μορφοῦμαι, σχηματίζομαι, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. ― Μέσ., [[παράγω]], γεννῶ, ἐκυήσατο Ὀππ. Κυν. 3. 22· ἡ κεκυημένη, Λατ. foeta, Et. Gud. ἐν λέξ. κοκίας. 2) ὀπολ., [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], [[συλλαμβάνω]], ὡς τὸ [[κυΐσκομαι]], ἐκύησε Ἡρόδ. 5. 41· στεριφὴ γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]] ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρὸς Ἡρόδ. 6. 68, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 30, Λυσ. 133. 30· γυνὴ κυεῖ [[δέκα]] μῆνας; Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 3. Πρβλ. κύω ἐν τέλ.
|lstext='''κυέω''': ἀρχαιότερος καὶ ἀττικώτερος [[τύπος]] τοῦ κύω, Ἰλ., Ἀττ.· παρατ. ἐκύουν, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Τ. 117· μέλλ. κυήσω Ἱππ. 598. 43., 676. 54 κἑξ.· καὶ κυήσομαι ὁ αὐτ. 623· ἀόρ. ἐκύησα Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ., κτλ.· πρκμ. κεκύηκα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 22, Δίων Κ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ― Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐκυήθην Πλούτ. 2. 567· πρκμ. κεκύηται Πορφ. π. Ἀπ. Ἐμψ. 1. 54. (Ἐκ τῆς √ΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις κύος, κύω, κυΐσκομαι, κῦμα, κύημα· κύαρ, κύτος, κύσος, κύστις, κύαθος· [[κύλιξ]], [[κύλον]], [[ἐπικυλίδες]], [[κοῖλος]], [[κοιλία]], [[καυλός]]· πρβλ. Σανσκρ. ←vi, ←vayâmi (tumeo)· Λατ. cumulus, cavus, caulis, caelum, cilium· Λιθ. kauls (caulis)· Γοτθ. us-hul-on (λατομεῖν), hul-undi ([[σπήλαιον]])· Ἀρχ. Γερμ. hol ὀπή, Ἀγγλ. hole).) Φέρω ἐν γαστρί, ἐγκυμονῶ, κυοφορῶ, εἶμαι [[ἔγκυος]], Λατ. gestare, ἐκύει φίλον υἱὸν Ἰλ. Τ. 117· ἐπὶ θηλείας ἵππου, [[βρέφος]] ἡμίονον κυέουσα Ψ. 266· ἐν χρήσει ὑπὸ τοῦ Σωκράτους ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κυοῦσι γὰρ πάντες... καὶ κατὰ τὸ [[σῶμα]] καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Συμπ. 206C· ἐκύησε τὸν Ἔρωτα [[αὐτόθι]] 203C· ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης, αἱ σκέψεις ἃς ἐν τῇ κεφαλῇ αὑτοῦ κυοφορεῖ..., ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Β, πρβλ. 210Β· ἃ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κύειν, καὶ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ κυοφορῇ ([[οὕτως]] εἰπεῖν) ἐν ἑαυτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Α· ― Παθ., τὸ κυούμενον, τὸ κυοφορούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Πλάτ. Νόμ. 789Α, Ἐπιν. 973D, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 9, ἀλλ.· ἐπὶ καρπῶν, μορφοῦμαι, σχηματίζομαι, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. ― Μέσ., [[παράγω]], γεννῶ, ἐκυήσατο Ὀππ. Κυν. 3. 22· ἡ κεκυημένη, Λατ. foeta, Et. Gud. ἐν λέξ. κοκίας. 2) ὀπολ., [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], [[συλλαμβάνω]], ὡς τὸ [[κυΐσκομαι]], ἐκύησε Ἡρόδ. 5. 41· στεριφὴ γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]] ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρὸς Ἡρόδ. 6. 68, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 30, Λυσ. 133. 30· γυνὴ κυεῖ [[δέκα]] μῆνας; Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 3. Πρβλ. κύω ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κυήσω <i>et</i> κυήσομαι, <i>ao.</i> ἐκύησα, <i>pf.</i> κεκύηκα;<br />porter dans son sein, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, enfler.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth