Anonymous

κυέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κυήσω <i>et</i> κυήσομαι, <i>ao.</i> ἐκύησα, <i>pf.</i> κεκύηκα;<br />porter dans son sein, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, enfler.
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κυήσω <i>et</i> κυήσομαι, <i>ao.</i> ἐκύησα, <i>pf.</i> κεκύηκα;<br />porter dans son sein, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, enfler.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυέω''': ἀρχαιότερος καὶ ἀττικώτερος [[τύπος]] τοῦ κύω, Ἰλ., Ἀττ.· παρατ. ἐκύουν, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Τ. 117· μέλλ. κυήσω Ἱππ. 598. 43., 676. 54 κἑξ.· καὶ κυήσομαι ὁ αὐτ. 623· ἀόρ. ἐκύησα Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ., κτλ.· πρκμ. κεκύηκα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 22, Δίων Κ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ― Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐκυήθην Πλούτ. 2. 567· πρκμ. κεκύηται Πορφ. π. Ἀπ. Ἐμψ. 1. 54. (Ἐκ τῆς √ΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις κύος, κύω, κυΐσκομαι, κῦμα, κύημα· κύαρ, κύτος, κύσος, κύστις, κύαθος· [[κύλιξ]], [[κύλον]], [[ἐπικυλίδες]], [[κοῖλος]], [[κοιλία]], [[καυλός]]· πρβλ. Σανσκρ. ←vi, ←vayâmi (tumeo)· Λατ. cumulus, cavus, caulis, caelum, cilium· Λιθ. kauls (caulis)· Γοτθ. us-hul-on (λατομεῖν), hul-undi ([[σπήλαιον]])· Ἀρχ. Γερμ. hol ὀπή, Ἀγγλ. hole).) Φέρω ἐν γαστρί, ἐγκυμονῶ, κυοφορῶ, εἶμαι [[ἔγκυος]], Λατ. gestare, ἐκύει φίλον υἱὸν Ἰλ. Τ. 117· ἐπὶ θηλείας ἵππου, [[βρέφος]] ἡμίονον κυέουσα Ψ. 266· ἐν χρήσει ὑπὸ τοῦ Σωκράτους ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κυοῦσι γὰρ πάντες... καὶ κατὰ τὸ [[σῶμα]] καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Συμπ. 206C· ἐκύησε τὸν Ἔρωτα [[αὐτόθι]] 203C· ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης, αἱ σκέψεις ἃς ἐν τῇ κεφαλῇ αὑτοῦ κυοφορεῖ..., ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Β, πρβλ. 210Β· ἃ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κύειν, καὶ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ κυοφορῇ ([[οὕτως]] εἰπεῖν) ἐν ἑαυτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Α· ― Παθ., τὸ κυούμενον, τὸ κυοφορούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Πλάτ. Νόμ. 789Α, Ἐπιν. 973D, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 9, ἀλλ.· ἐπὶ καρπῶν, μορφοῦμαι, σχηματίζομαι, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. ― Μέσ., [[παράγω]], γεννῶ, ἐκυήσατο Ὀππ. Κυν. 3. 22· ἡ κεκυημένη, Λατ. foeta, Et. Gud. ἐν λέξ. κοκίας. 2) ὀπολ., [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], [[συλλαμβάνω]], ὡς τὸ [[κυΐσκομαι]], ἐκύησε Ἡρόδ. 5. 41· στεριφὴ γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]] ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρὸς Ἡρόδ. 6. 68, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 30, Λυσ. 133. 30· γυνὴ κυεῖ [[δέκα]] μῆνας; Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 3. Πρβλ. κύω ἐν τέλ.
|elnltext=κυέω [~ κύω] zwanger zijn van, met acc.;; ἡ δ’ ἐκύει φίλον υἱόν zij was zwanger van een zoon Il. 19. 117; ook van een merrie:; ἵππος βρέφος ἡμίονον κυέουσα een merrie drachtig van een muilezeljong Il. 23.266; ἡ Πενία ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Armoede werd zwanger van Eros Plat. Smp. 203c.; abs. zwanger zijn; met ἐκ + gen.:; κυέουσα ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρός zwanger van de vroegere echtgenoot Hdt. 6.68.2; pass. zich in de baarmoeder bevinden:. τοῖς κυουμένοισι voor de vruchten in de moederschoot Plat. Lg. 789a.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть беременной]], [[носить в чреве]] ([[φίλον]] [[υἱόν]], [[βρέφος]] ἡμίονον Hom.): τὸ κυόμενον Plat., Arst. утробный плод;<br /><b class="num">2)</b> перен. (тж. κ. κατὰ ψυχήν Plat.) вынашивать в себе (πολλὰ βουλεύματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> aor. [[зачать]], [[понести плод]] ([[Πενία]] ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Plat.): κυῆσαι καὶ κυεῖν Plat. зачать и стать беременной.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κυέω:''' παρατ. <i>ἐκύουν</i>, μέλ. <i>κυήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκύησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> όπως το [[κύω]], [[κουβαλώ]] στη [[μήτρα]], είμαι [[έγκυος]] με [[παιδί]], Λατ. gestare, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κυέω:''' παρατ. <i>ἐκύουν</i>, μέλ. <i>κυήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκύησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> όπως το [[κύω]], [[κουβαλώ]] στη [[μήτρα]], είμαι [[έγκυος]] με [[παιδί]], Λατ. gestare, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть беременной]], [[носить в чреве]] ([[φίλον]] [[υἱόν]], [[βρέφος]] ἡμίονον Hom.): τὸ κυόμενον Plat., Arst. утробный плод;<br /><b class="num">2)</b> перен. (тж. κ. κατὰ ψυχήν Plat.) вынашивать в себе (πολλὰ βουλεύματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> aor. [[зачать]], [[понести плод]] ([[Πενία]] ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Plat.): κυῆσαι καὶ κυεῖν Plat. зачать и стать беременной.
|lstext='''κυέω''': ἀρχαιότερος καὶ ἀττικώτερος [[τύπος]] τοῦ κύω, Ἰλ., Ἀττ.· παρατ. ἐκύουν, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Τ. 117· μέλλ. κυήσω Ἱππ. 598. 43., 676. 54 κἑξ.· καὶ κυήσομαι ὁ αὐτ. 623· ἀόρ. ἐκύησα Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ., κτλ.· πρκμ. κεκύηκα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 22, Δίων Κ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ― Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐκυήθην Πλούτ. 2. 567· πρκμ. κεκύηται Πορφ. π. Ἀπ. Ἐμψ. 1. 54. (Ἐκ τῆς √ΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις κύος, κύω, κυΐσκομαι, κῦμα, κύημα· κύαρ, κύτος, κύσος, κύστις, κύαθος· [[κύλιξ]], [[κύλον]], [[ἐπικυλίδες]], [[κοῖλος]], [[κοιλία]], [[καυλός]]· πρβλ. Σανσκρ. ←vi, ←vayâmi (tumeo)· Λατ. cumulus, cavus, caulis, caelum, cilium· Λιθ. kauls (caulis)· Γοτθ. us-hul-on (λατομεῖν), hul-undi ([[σπήλαιον]])· Ἀρχ. Γερμ. hol ὀπή, Ἀγγλ. hole).) Φέρω ἐν γαστρί, ἐγκυμονῶ, κυοφορῶ, εἶμαι [[ἔγκυος]], Λατ. gestare, ἐκύει φίλον υἱὸν Ἰλ. Τ. 117· ἐπὶ θηλείας ἵππου, [[βρέφος]] ἡμίονον κυέουσα Ψ. 266· ἐν χρήσει ὑπὸ τοῦ Σωκράτους ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κυοῦσι γὰρ πάντες... καὶ κατὰ τὸ [[σῶμα]] καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Συμπ. 206C· ἐκύησε τὸν Ἔρωτα [[αὐτόθι]] 203C· ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης, αἱ σκέψεις ἃς ἐν τῇ κεφαλῇ αὑτοῦ κυοφορεῖ..., ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Β, πρβλ. 210Β· ἃ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κύειν, καὶ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ κυοφορῇ ([[οὕτως]] εἰπεῖν) ἐν ἑαυτῇ, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Α· ― Παθ., τὸ κυούμενον, τὸ κυοφορούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Πλάτ. Νόμ. 789Α, Ἐπιν. 973D, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 9, ἀλλ.· ἐπὶ καρπῶν, μορφοῦμαι, σχηματίζομαι, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. ― Μέσ., [[παράγω]], γεννῶ, ἐκυήσατο Ὀππ. Κυν. 3. 22· κεκυημένη, Λατ. foeta, Et. Gud. ἐν λέξ. κοκίας. 2) ὀπολ., [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], [[συλλαμβάνω]], ὡς τὸ [[κυΐσκομαι]], ἐκύησε Ἡρόδ. 5. 41· στεριφὴ γάρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]] ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρὸς Ἡρόδ. 6. 68, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 30, Λυσ. 133. 30· γυνὴ κυεῖ [[δέκα]] μῆνας; Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 3. Πρβλ. κύω ἐν τέλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυέω [~ κύω] zwanger zijn van, met acc.;; ἡ δ’ ἐκύει φίλον υἱόν zij was zwanger van een zoon Il. 19. 117; ook van een merrie:; ἵππος βρέφος ἡμίονον κυέουσα een merrie drachtig van een muilezeljong Il. 23.266; Πενία ἐκύησε τὸν Ἔρωτα Armoede werd zwanger van Eros Plat. Smp. 203c.; abs. zwanger zijn; met ἐκ + gen.:; κυέουσα ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρός zwanger van de vroegere echtgenoot Hdt. 6.68.2; pass. zich in de baarmoeder bevinden:. τοῖς κυουμένοισι voor de vruchten in de moederschoot Plat. Lg. 789a.
}}
}}
{{etym
{{etym