Anonymous

λαγαρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] od. [[λαγαρύζομαι]], Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] od. [[λαγαρύζομαι]], Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde.
}}
{{bailly
|btext=être faible, mollir <i>en parl. du vent ; ou pê</i> fouiller dans, gratter.<br />'''Étymologie:''' [[λαγαρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰγᾰρίζομαι''': Παθ., λέξ. ἀμφιβόλου σημασ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 674, ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὃ ἔστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα», δηλ. ὀλίγα ἀπολαμβάνων ἐκ τῆς κληρωτίδος, πενιχρῶς ἀποζῶν. ΙΙ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «λαγαριζόμενοι· σκαλεύοντες· δηλοῖ δὲ τὸ πρὸς τὰς λαγόνας τὸν ἀγκῶνα προσάγειν, πυκνὰ διαπείροντα τὴν χεῖρα», πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Meineke. - Ὑπάρχει διάφ. γραφὴ λαγαρυζόμενος παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] εἰς -ίζομαι ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ Δωρ. λαγαρίττομαι παρ’ Ἡσυχ.
|lstext='''λᾰγᾰρίζομαι''': Παθ., λέξ. ἀμφιβόλου σημασ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 674, ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὃ ἔστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα», δηλ. ὀλίγα ἀπολαμβάνων ἐκ τῆς κληρωτίδος, πενιχρῶς ἀποζῶν. ΙΙ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «λαγαριζόμενοι· σκαλεύοντες· δηλοῖ δὲ τὸ πρὸς τὰς λαγόνας τὸν ἀγκῶνα προσάγειν, πυκνὰ διαπείροντα τὴν χεῖρα», πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Meineke. - Ὑπάρχει διάφ. γραφὴ λαγαρυζόμενος παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] εἰς -ίζομαι ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ Δωρ. λαγαρίττομαι παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{bailly
|btext=être faible, mollir <i>en parl. du vent ; ou pê</i> fouiller dans, gratter.<br />'''Étymologie:''' [[λαγαρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml