Anonymous

κατᾴδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ἀείδω]]), entgegen-, vorsingen, Clearch. Ath. XV, 697 f, gleichsam von oben herabsingen, Ael. H. A. 3, 1; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen, κατῇδε βάρβαρα [[μέλη]] μαγεύουσα Eur. I. T. 1337; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen, Her. 7, 191; γυνὴ ἥ σε κηλοῦσα καὶ κατᾴδουσα μαλθακὸν ἀποδέδωκε D. Hal. 4, 29; καὶ καταφαρμακεύομαι Plut. reip. ger. praec. 26. – Mit Gesang erfüllen, durchtönen, Ael. V. H. 3, 1; κατᾴδων [[αὐτοῦ]] τὸ [[δεῖπνον]] καὶ καταθέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern, ib. 7, 2; τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες Long. 1, 9; – κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen, Luc. bis acc. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ἀείδω]]), entgegen-, vorsingen, Clearch. Ath. XV, 697 f, gleichsam von oben herabsingen, Ael. H. A. 3, 1; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen, κατῇδε βάρβαρα [[μέλη]] μαγεύουσα Eur. I. T. 1337; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen, Her. 7, 191; γυνὴ ἥ σε κηλοῦσα καὶ κατᾴδουσα μαλθακὸν ἀποδέδωκε D. Hal. 4, 29; καὶ καταφαρμακεύομαι Plut. reip. ger. praec. 26. – Mit Gesang erfüllen, durchtönen, Ael. V. H. 3, 1; κατᾴδων [[αὐτοῦ]] τὸ [[δεῖπνον]] καὶ καταθέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern, ib. 7, 2; τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες Long. 1, 9; – κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen, Luc. bis acc. 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατῇδον, <i>f.</i> κατᾴσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> chanter d'en haut, au-dessus de;<br /><b>II.</b> remplir de chants, faire résonner, faire retentir, acc.;<br /><b>III.</b> chanter contre :<br /><b>1</b> chanter pour conjurer <i>en parl. de magiciens</i> : βάρβαρα [[μέλη]] EUR chanter des chants barbares, <i>càd</i> inintelligibles (que l'on prend pour des incantations);<br /><b>2</b> charmer, adoucir par des enchantements;<br /><b>3</b> prononcer une formule d'incantation contre : [[τῷ]] ἀνέμῳ HDT contre le vent, <i>càd</i> apaiser le vent au moyen d'incantations ; <i>Pass.</i> être amené par des sortilèges à, avec l'inf.;<br /><b>4</b> chanter contre, <i>càd</i> se moquer par des chansons, chansonner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ᾄδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾴδω''': Ἰων. -αείδω:―ᾄδω [[πρός]] τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., [[θέλγω]], [[καταπραΰνω]] διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ μετὰ δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. [[καταγελάω]].― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. [[δεῖπνον]], [[κάμνω]] τὸ [[δεῖπνον]] εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω [[ἐναντίον]] τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα [[μέλη]] μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω [[ἄνωθεν]] ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20.
|lstext='''κατᾴδω''': Ἰων. -αείδω:―ᾄδω [[πρός]] τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., [[θέλγω]], [[καταπραΰνω]] διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ μετὰ δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. [[καταγελάω]].― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. [[δεῖπνον]], [[κάμνω]] τὸ [[δεῖπνον]] εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω [[ἐναντίον]] τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα [[μέλη]] μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω [[ἄνωθεν]] ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατῇδον, <i>f.</i> κατᾴσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> chanter d'en haut, au-dessus de;<br /><b>II.</b> remplir de chants, faire résonner, faire retentir, acc.;<br /><b>III.</b> chanter contre :<br /><b>1</b> chanter pour conjurer <i>en parl. de magiciens</i> : βάρβαρα [[μέλη]] EUR chanter des chants barbares, <i>càd</i> inintelligibles (que l'on prend pour des incantations);<br /><b>2</b> charmer, adoucir par des enchantements;<br /><b>3</b> prononcer une formule d'incantation contre : [[τῷ]] ἀνέμῳ HDT contre le vent, <i>càd</i> apaiser le vent au moyen d'incantations ; <i>Pass.</i> être amené par des sortilèges à, avec l'inf.;<br /><b>4</b> chanter contre, <i>càd</i> se moquer par des chansons, chansonner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ᾄδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml