Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρράκτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katarra/kths
|Beta Code=katarra/kths
|Definition=ου (from [[καταρράσσω]]), or [[καταράκτης]] (from [[καταράσσω]], cf. <span class="bibl">Eust.1053.5</span>); <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὦ κατᾰράκται <span class="title">Epigr.Gr.</span>979.7 (Philae). </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> as adjective, [[down-rushing]], [[ὄμβρος]] <span class="bibl">Str.14.1.21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sheer]], [[abrupt]], τὸν καταρράκτην ὀδόν <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1590</span> (cf. Sch.; καταφράκτην Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὀδός]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[waterfall]], [[cataract]], especially of the [[Nile]], <span class="bibl">D.S.1.32</span>, <span class="bibl">17.97</span>, <span class="bibl">Str.17.1.2</span> and <span class="bibl">49</span>, <span class="title">Epigr.Gr.</span> [[l.c.]]:—Ion. [[Καταρρήκτης]], name of a [[river]] in [[Phrygia]], <span class="bibl">Hdt.7.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[portcullis]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>76</span>, <span class="bibl"><span class="title">Arat.</span>26</span>, <span class="bibl">D.H.8.67</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[trapdoor]], οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν = the floodgates of the heavens were opened <span class="bibl">LXX<span class="title">Ge.</span>7.11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">4 Ki.</span>7.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[movable bridge]], for [[board]]ing [[ship]]s, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.82</span>; for [[attack]]ing [[elephant]]s, <span class="bibl">D.H.20.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">5</span> [[sluice]], <span class="bibl">Hld.9.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">6</span> a [[seabird]], prob. so called from [[swoop]]ing down upon its [[prey]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>887</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>509a4</span>, <span class="bibl">615a28</span>, Juba <span class="bibl">68a</span>, <span class="bibl">Dionys.<span class="title">Av.</span>2.2</span>, <span class="bibl">3.22</span>; [[cormorant]], Hebr. shālâkh, <span class="bibl">LXX<span class="title">De.</span>14.16(17)</span>, al.; of an [[eagle]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>377</span>; of the [[Harpies]], ib. <span class="bibl">714</span>.</span>
|Definition=ου (from [[καταρράσσω]]), or [[καταράκτης]] (from [[καταράσσω]], cf. <span class="bibl">Eust.1053.5</span>); <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὦ κατᾰράκται <span class="title">Epigr.Gr.</span>979.7 (Philae). </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> as adjective, [[down-rushing]], [[ὄμβρος]] <span class="bibl">Str.14.1.21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sheer]], [[abrupt]], τὸν καταρράκτην ὀδόν <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1590</span> (cf. Sch.; καταφράκτην Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὀδός]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[waterfall]], [[cataract]], especially of the [[Nile]], <span class="bibl">D.S.1.32</span>, <span class="bibl">17.97</span>, <span class="bibl">Str.17.1.2</span> and <span class="bibl">49</span>, <span class="title">Epigr.Gr.</span> [[l.c.]]:—Ion. [[Καταρρήκτης]], name of a [[river]] in [[Phrygia]], <span class="bibl">Hdt.7.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[portcullis]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>76</span>, <span class="bibl"><span class="title">Arat.</span>26</span>, <span class="bibl">D.H.8.67</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[trapdoor]], οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν = the floodgates of the heavens were opened <span class="bibl">LXX<span class="title">Ge.</span>7.11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">4 Ki.</span>7.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[movable bridge]], for [[board]]ing [[ship]]s, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.82</span>; for [[attack]]ing [[elephant]]s, <span class="bibl">D.H.20.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">5</span> [[sluice]], <span class="bibl">Hld.9.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">6</span> a [[seabird]], prob. so called from [[swoop]]ing down upon its [[prey]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>887</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>509a4</span>, <span class="bibl">615a28</span>, Juba <span class="bibl">68a</span>, <span class="bibl">Dionys.<span class="title">Av.</span>2.2</span>, <span class="bibl">3.22</span>; [[cormorant]], Hebr. shālâkh, <span class="bibl">LXX<span class="title">De.</span>14.16(17)</span>, al.; of an [[eagle]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>377</span>; of the [[Harpies]], ib. <span class="bibl">714</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui se précipite, qui tombe : [[ὀδός]] (<i>poét. p.</i> [[οὐδός]]) SOPH le seuil des enfers à la pente abrupte;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> chute d'eau, cataracte;<br /><b>2</b> herse d'une porte de ville qui s'abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρράκτης''': -ου, (ἐκ τοῦ καταρραγῆναι), ἢ [[καταράκτης]] (ἐκ τοῦ [[καταράσσω]], ἰδὲ Στράβ. 667, «ἐκ τοῦ [[ἀράσσω]], [[ὅθεν]] καὶ οἱ καταράκται» Εὐστ. 1053. 5, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. ἐπιγρ. 4924b)· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[καταρράκτης]]· ὀχετὸς ἢ [[ῥύαξ]]»· «καὶ τῇ πλημμύρᾳ καταράσσοντες [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] βιαίως κατιόντες· ἐξ οὗ καὶ οὐρανοῦ καταρράκτας φαμέν» Εὐστάθ. εἰς Διον. 220. Ι. ὡς ἐπίθ., ἐπερχόμενος, ἐφορμῶν, [[ὄμβρος]], ὁ [[ὁρμητικός]], ὁ [[σφοδρός]], Στράβ. 640·- παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1590, [[ἐπεὶ]] δ’ ἀφῖκτο τὸν καταρράκτην ὁδὸν (Ἀττ. ἀντὶ οὐδόν), εἰς τὴν πρὸς τὰ [[κάτω]] ἄγουσαν εἴσοδον ἣν πρότερον χαλκόπουν οὐδὸν εἶπε τοῦ Ἅδου, ἰδὲ Σχολ.· Σουΐδ. καταφράκτην. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[πτῶσις]] ὕδατος καταφερομένου ἀπὸ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου εἰς ταπεινότερον ἀποτόμως, Λατ. cataracta, κ. τοῦ Ἴστρου Διόδ. 1. 32., 17. 97 κ. τοῦ Νείλου Φιλόστρ. 266, Στράβ. 786, 817, Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- ὁ Ηρόδ. 7. 26 ἔχει Καταρρήκτης ἢ Καταρήκτης ὡς [[ὄνομα]] ποταμοῦ τινος ἐν Φρυγίᾳ· μετὰ ταύτην ὁ Καταράκτης λεγόμενος ἀφ’ ὑψηλῆς πέτρας καταράττων ποταμὸς πολὺς καὶ [[χειμαρρώδης]] Στράβ. 14. 667. 2) «ὁ ἐπιβλὴς ἢ [[μοχλός]], δι’ οὗ ἡ [[θύρα]] ἀσφαλίζεται» Εὐστάθ. ἐν Ἰλ. Ω 454· κ. τῶν πυλῶν διακόψας Διον. Ἁλ. 8. 67· «καὶ αὐτὴ ἡ [[θύρα]] ἀνοιγομένη καὶ κλειομένη καθέτως ὁμοίως ὡς νῦν λεγομένη, ἡ ἄλλως καταρρακτὴ καταπακτὴ ἢ ἐπιρρακτή· θύραν καταρράσσουσα κλιμάκων ἄνω» Εὐστάθ. (ἥτις ἐν Ὀδυσ. Χ 126 ὀρσοθύρα ὀνομάζεται), καὶ τὸ [[στόμιον]] ἔφραττον καταρράκται ἐκ σανίδων συνηρμοσμένων καθιέντες Προκόπ. π. Οἰκ. 2. 2· καὶ τοὺς καταρράκτας ἀφῆκε κλείθροις καὶ μοχλοῖς καρτεροὺς ὄντας, Πλουτ. Ἀντ. 77· θυρίδας καταράκτους ἐν Ἐπιγρ. μνημείων Ἀθην. σ. 38. 1· ἔκδ. Μüller, Κορ. Ἠλιόδ. σ. 290·- [[ὡσαύτως]], [[εἶδος]] κινητῆς γεφύρας ἢ ἀναβάθρας πρὸς ἀνάβασιν εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] κ. ἐρρίπτουν εἰς τὸ ἐπιέναι δι’ αὐτῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 82. 3) θαλάσσιόν τι πτηνὸν [[οὕτως]] ὀνομασθὲν ἐκ τῆς ὁρμῆς μεθ’ ἧς ἐπιπίπτει κατὰ τῆς λείας του, Larus catarractes, Ἀριστ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 15., 913, 1· λέγεται [[ὅμως]] ὑπὸ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 344, 641) καὶ ἐπὶ τῶν ἀετῶν καὶ Ἁρπυιῶν·- ἐν τῇ ἰατρικῇ νῦν [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν [[ἕνεκα]] θολώσεως τοῦ κρυσταλλώδους φακοῦ.
|lstext='''καταρράκτης''': -ου, (ἐκ τοῦ καταρραγῆναι), ἢ [[καταράκτης]] (ἐκ τοῦ [[καταράσσω]], ἰδὲ Στράβ. 667, «ἐκ τοῦ [[ἀράσσω]], [[ὅθεν]] καὶ οἱ καταράκται» Εὐστ. 1053. 5, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. ἐπιγρ. 4924b)· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[καταρράκτης]]· ὀχετὸς ἢ [[ῥύαξ]]»· «καὶ τῇ πλημμύρᾳ καταράσσοντες [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] βιαίως κατιόντες· ἐξ οὗ καὶ οὐρανοῦ καταρράκτας φαμέν» Εὐστάθ. εἰς Διον. 220. Ι. ὡς ἐπίθ., ἐπερχόμενος, ἐφορμῶν, [[ὄμβρος]], ὁ [[ὁρμητικός]], ὁ [[σφοδρός]], Στράβ. 640·- παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1590, [[ἐπεὶ]] δ’ ἀφῖκτο τὸν καταρράκτην ὁδὸν (Ἀττ. ἀντὶ οὐδόν), εἰς τὴν πρὸς τὰ [[κάτω]] ἄγουσαν εἴσοδον ἣν πρότερον χαλκόπουν οὐδὸν εἶπε τοῦ Ἅδου, ἰδὲ Σχολ.· Σουΐδ. καταφράκτην. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[πτῶσις]] ὕδατος καταφερομένου ἀπὸ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου εἰς ταπεινότερον ἀποτόμως, Λατ. cataracta, κ. τοῦ Ἴστρου Διόδ. 1. 32., 17. 97 κ. τοῦ Νείλου Φιλόστρ. 266, Στράβ. 786, 817, Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- ὁ Ηρόδ. 7. 26 ἔχει Καταρρήκτης ἢ Καταρήκτης ὡς [[ὄνομα]] ποταμοῦ τινος ἐν Φρυγίᾳ· μετὰ ταύτην ὁ Καταράκτης λεγόμενος ἀφ’ ὑψηλῆς πέτρας καταράττων ποταμὸς πολὺς καὶ [[χειμαρρώδης]] Στράβ. 14. 667. 2) «ὁ ἐπιβλὴς ἢ [[μοχλός]], δι’ οὗ ἡ [[θύρα]] ἀσφαλίζεται» Εὐστάθ. ἐν Ἰλ. Ω 454· κ. τῶν πυλῶν διακόψας Διον. Ἁλ. 8. 67· «καὶ αὐτὴ ἡ [[θύρα]] ἀνοιγομένη καὶ κλειομένη καθέτως ὁμοίως ὡς νῦν λεγομένη, ἡ ἄλλως καταρρακτὴ καταπακτὴ ἢ ἐπιρρακτή· θύραν καταρράσσουσα κλιμάκων ἄνω» Εὐστάθ. (ἥτις ἐν Ὀδυσ. Χ 126 ὀρσοθύρα ὀνομάζεται), καὶ τὸ [[στόμιον]] ἔφραττον καταρράκται ἐκ σανίδων συνηρμοσμένων καθιέντες Προκόπ. π. Οἰκ. 2. 2· καὶ τοὺς καταρράκτας ἀφῆκε κλείθροις καὶ μοχλοῖς καρτεροὺς ὄντας, Πλουτ. Ἀντ. 77· θυρίδας καταράκτους ἐν Ἐπιγρ. μνημείων Ἀθην. σ. 38. 1· ἔκδ. Μüller, Κορ. Ἠλιόδ. σ. 290·- [[ὡσαύτως]], [[εἶδος]] κινητῆς γεφύρας ἢ ἀναβάθρας πρὸς ἀνάβασιν εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] κ. ἐρρίπτουν εἰς τὸ ἐπιέναι δι’ αὐτῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 82. 3) θαλάσσιόν τι πτηνὸν [[οὕτως]] ὀνομασθὲν ἐκ τῆς ὁρμῆς μεθ’ ἧς ἐπιπίπτει κατὰ τῆς λείας του, Larus catarractes, Ἀριστ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 15., 913, 1· λέγεται [[ὅμως]] ὑπὸ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 344, 641) καὶ ἐπὶ τῶν ἀετῶν καὶ Ἁρπυιῶν·- ἐν τῇ ἰατρικῇ νῦν [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν [[ἕνεκα]] θολώσεως τοῦ κρυσταλλώδους φακοῦ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui se précipite, qui tombe : [[ὀδός]] (<i>poét. p.</i> [[οὐδός]]) SOPH le seuil des enfers à la pente abrupte;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> chute d'eau, cataracte;<br /><b>2</b> herse d'une porte de ville qui s'abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml