3,253,652
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui se précipite, qui tombe : [[ὀδός]] (<i>poét. p.</i> [[οὐδός]]) SOPH le seuil des enfers à la pente abrupte;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> chute d'eau, cataracte;<br /><b>2</b> herse d'une porte de ville qui s'abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράσσω]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui se précipite, qui tombe : [[ὀδός]] (<i>poét. p.</i> [[οὐδός]]) SOPH le seuil des enfers à la pente abrupte;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> chute d'eau, cataracte;<br /><b>2</b> herse d'une porte de ville qui s'abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καταρράκτης -ου [καταρράττω] als adj. steil naar beneden lopend. subst. valdeur. stern (vogel). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρράκτης:'''<br /><b class="num">I</b> или [[καταράκτης]] 2 [[круто спускающийся вниз]], т. е. в [[Аид]] ([[ὁδός]] Soph.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[катаракт]], [[водопад]] Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[опускная дверь или решетка]] Plut.;<br /><b class="num">3)</b> зоол. предполож. [[нырок]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> [[хищная птица]], [[хищник]] ([[орел]] или [[гарпия]]) Soph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''καταρράκτης:''' -ου (καταρ-[[ρήγνυμι]]) ή κατ-αράκτης (κατ-[[αράσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., επερχόμενος, εφορμών, <i>τὸν καταρράκτην ὁδὸν</i> (Αττ. αντί <i>οὐδόν</i>) προς την είσοδο που οδηγεί προς τα [[κάτω]] (λέγεται για τον Άδη), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> το [[νερό]] που ξεχωρίζει, διακλαδώνεται, ο [[καταρράκτης]], Λατ. [[cataracta]], σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> είδος σιδεριάς που κλείνει την [[πύλη]] κάστρου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> θαλασσινό πουλί, ονομαζόμενο έτσι από την [[εφόρμηση]] που κάνει προς τη [[λεία]] του, [[γλάρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''καταρράκτης:''' -ου (καταρ-[[ρήγνυμι]]) ή κατ-αράκτης (κατ-[[αράσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., επερχόμενος, εφορμών, <i>τὸν καταρράκτην ὁδὸν</i> (Αττ. αντί <i>οὐδόν</i>) προς την είσοδο που οδηγεί προς τα [[κάτω]] (λέγεται για τον Άδη), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> το [[νερό]] που ξεχωρίζει, διακλαδώνεται, ο [[καταρράκτης]], Λατ. [[cataracta]], σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> είδος σιδεριάς που κλείνει την [[πύλη]] κάστρου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> θαλασσινό πουλί, ονομαζόμενο έτσι από την [[εφόρμηση]] που κάνει προς τη [[λεία]] του, [[γλάρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταρράκτης''': -ου, (ἐκ τοῦ καταρραγῆναι), ἢ [[καταράκτης]] (ἐκ τοῦ [[καταράσσω]], ἰδὲ Στράβ. 667, «ἐκ τοῦ [[ἀράσσω]], [[ὅθεν]] καὶ οἱ καταράκται» Εὐστ. 1053. 5, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. ἐπιγρ. 4924b)· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[καταρράκτης]]· ὀχετὸς ἢ [[ῥύαξ]]»· «καὶ τῇ πλημμύρᾳ καταράσσοντες [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] βιαίως κατιόντες· ἐξ οὗ καὶ οὐρανοῦ καταρράκτας φαμέν» Εὐστάθ. εἰς Διον. 220. Ι. ὡς ἐπίθ., ἐπερχόμενος, ἐφορμῶν, [[ὄμβρος]], ὁ [[ὁρμητικός]], ὁ [[σφοδρός]], Στράβ. 640·- παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1590, [[ἐπεὶ]] δ’ ἀφῖκτο τὸν καταρράκτην ὁδὸν (Ἀττ. ἀντὶ οὐδόν), εἰς τὴν πρὸς τὰ [[κάτω]] ἄγουσαν εἴσοδον ἣν πρότερον χαλκόπουν οὐδὸν εἶπε τοῦ Ἅδου, ἰδὲ Σχολ.· Σουΐδ. καταφράκτην. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[πτῶσις]] ὕδατος καταφερομένου ἀπὸ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου εἰς ταπεινότερον ἀποτόμως, Λατ. cataracta, κ. τοῦ Ἴστρου Διόδ. 1. 32., 17. 97 κ. τοῦ Νείλου Φιλόστρ. 266, Στράβ. 786, 817, Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- ὁ Ηρόδ. 7. 26 ἔχει Καταρρήκτης ἢ Καταρήκτης ὡς [[ὄνομα]] ποταμοῦ τινος ἐν Φρυγίᾳ· μετὰ ταύτην ὁ Καταράκτης λεγόμενος ἀφ’ ὑψηλῆς πέτρας καταράττων ποταμὸς πολὺς καὶ [[χειμαρρώδης]] Στράβ. 14. 667. 2) «ὁ ἐπιβλὴς ἢ [[μοχλός]], δι’ οὗ ἡ [[θύρα]] ἀσφαλίζεται» Εὐστάθ. ἐν Ἰλ. Ω 454· κ. τῶν πυλῶν διακόψας Διον. Ἁλ. 8. 67· «καὶ αὐτὴ ἡ [[θύρα]] ἀνοιγομένη καὶ κλειομένη καθέτως ὁμοίως ὡς νῦν λεγομένη, ἡ ἄλλως καταρρακτὴ καταπακτὴ ἢ ἐπιρρακτή· θύραν καταρράσσουσα κλιμάκων ἄνω» Εὐστάθ. (ἥτις ἐν Ὀδυσ. Χ 126 ὀρσοθύρα ὀνομάζεται), καὶ τὸ [[στόμιον]] ἔφραττον καταρράκται ἐκ σανίδων συνηρμοσμένων καθιέντες Προκόπ. π. Οἰκ. 2. 2· καὶ τοὺς καταρράκτας ἀφῆκε κλείθροις καὶ μοχλοῖς καρτεροὺς ὄντας, Πλουτ. Ἀντ. 77· θυρίδας καταράκτους ἐν Ἐπιγρ. μνημείων Ἀθην. σ. 38. 1· ἔκδ. Μüller, Κορ. Ἠλιόδ. σ. 290·- [[ὡσαύτως]], [[εἶδος]] κινητῆς γεφύρας ἢ ἀναβάθρας πρὸς ἀνάβασιν εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] κ. ἐρρίπτουν εἰς τὸ ἐπιέναι δι’ αὐτῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 82. 3) θαλάσσιόν τι πτηνὸν [[οὕτως]] ὀνομασθὲν ἐκ τῆς ὁρμῆς μεθ’ ἧς ἐπιπίπτει κατὰ τῆς λείας του, Larus catarractes, Ἀριστ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 15., 913, 1· λέγεται [[ὅμως]] ὑπὸ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 344, 641) καὶ ἐπὶ τῶν ἀετῶν καὶ Ἁρπυιῶν·- ἐν τῇ ἰατρικῇ νῦν [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν [[ἕνεκα]] θολώσεως τοῦ κρυσταλλώδους φακοῦ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |