Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμαραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] dürr, welk, kraftlos machen, Theophr. u. Sp. – Pass. verwelken, hinschwinden; καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arist. de respirat. 17; Sp.; πολλοὶ πρὶν ἀνθῆσαι περὶ τὸ [[βῆμα]] κατεμαράνθησαν Plut. rein. ger. pr. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] dürr, welk, kraftlos machen, Theophr. u. Sp. – Pass. verwelken, hinschwinden; καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arist. de respirat. 17; Sp.; πολλοὶ πρὶν ἀνθῆσαι περὶ τὸ [[βῆμα]] κατεμαράνθησαν Plut. rein. ger. pr. 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faner, flétrir ; <i>Pass.</i> se faner, se flétrir;<br /><b>2</b> exténuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαραίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμᾰραίνω''': (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), [[κάμνω]] τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· [[ἰσχναίνω]], ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ [[πάθος]] (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε.
|lstext='''καταμᾰραίνω''': (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), [[κάμνω]] τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· [[ἰσχναίνω]], ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ [[πάθος]] (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faner, flétrir ; <i>Pass.</i> se faner, se flétrir;<br /><b>2</b> exténuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαραίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml